Skip to main content

Το αριστούργημα της Iris Murdoch «Θάλασσα, Θάλασσα» είναι ένα έργο που δεν πρέπει να το πάρεις αψήφιστα. Πρώτα από όλα λόγω του μεγέθους του, 915 μεστές, πυκνές, γεμάτες σελίδες. Αυτό όμως δεν είναι πρόβλημα, γιατί η γραφή της Μurdoch (και η μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου) είναι τόσο ανάλαφρη που το κείμενο κυλάει ευχάριστα δίνοντας σου απόλαυση και τέρψη στην πορεία της ανάγνωσής του. Ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να το πάρεις αψήφιστα είναι επειδή πίσω από την κατά τα φαινόμενα απλή αφήγηση της ζωής του πρωταγωνιστή του, του Τσάρλς, το βιβλίο καταπιάνεται με ένα βαθύ φιλοσοφικό ερώτημα, τι είναι το αγαθό και πώς ορίζεται ο καλός και ενάρετος βίος;

Κρατάμε στο νου μας ότι η Μurdoch εκτός από γνωστή λογοτέχνης ήταν ταυτόχρονα και μία αξιόλογη φιλόσοφος με έργο που εστίασε κυρίως στην ηθική φιλοσοφία. 

O γνωστός Καναδός φιλόσοφος Charles Taylor στο μνημειώδες βιβλίο του Πηγές του Εαυτού αναφέρεται στην Μurdoch  ως την φιλόσοφο που μας οδήγησε στην μετάβαση από το «τι είναι καλό να κάνω» στο «τι είναι καλό να είμαι». Γράφει στο πιο γνωστό φιλοσοφικό δοκίμιό της με τίτλο
Η Κυριαρχία του Αγαθού τα εξής:

«Είναι σημαντικό ότι στη Δυτική ηθική φιλοσοφία η ιδέα του αγαθού και της αρετής έχει σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από την ιδέα της ορθότητας η οποία υποστηρίζεται και από την αντίληψη της ειλικρίνειας. Αυτό σε έναν βαθμό είναι το φυσικό επακόλουθο της εξαφάνισης ενός σταθερού πλαισίου της ανθρώπινης δράσης, ενός σταθερού πλαισίου που είτε το δίνει ο Θεός, ο Λόγος, η Ιστορία ή ο εαυτός

Αναρωτιόμαστε λοιπόν τι είναι τελικά σωστό και τι λάθος

Τι συνιστά ενάρετο βίο, τι σημαίνει να ζεις μια καλή ζωή και με ποιο κριτήριο το αξιολογούμε και το αποφασίζουμε;

Επιστρέφοντας στο βιβλίο μας, πρωταγωνιστής του είναι ο Τσάρλς, γνωστός και σε ένα βαθμό πετυχημένος θεατράνθρωπος, ο οποίος αποφασίζει να αποσυρθεί σε ένα παραθαλάσσιο χωριό αγοράζοντας ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Η ιδέα της απόσυρσης σημειώνουμε είναι στο κέντρο και του άλλου γνωστού έργου της Η Καμπάνα. Αγοράζει λοιπόν ένα σπίτι, το Σερφ Εντ για να να ζήσει εκεί σαν ερημίτης (σελ.302) και να γράψει κάτι σαν τα απομνημονεύματα του, ή κάτι σαν ένα χρονικό και ημερολόγιο της ζωής του. Μήπως όμως τελικά καταλήγει να γράψει ένα «μυθιστόρημα» (όπως αναρωτιέται παρακάτω – σελ. 303, 344); Είναι η αφήγησή του το καθρέφτισμα μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ή μια δημιουργία που γεννά ο νους του; Θα μιλήσει για κάτι που υπάρχει ή για κάτι που ο ίδιος δημιουργεί ή φαντάζεται;

Στο background του βιβλίου υπάρχει πάντα η θάλασσα, η οποία λειτουργεί ως πλαίσιο αλλά και ως πρωταγωνιστής καθώς μετέχει ενεργά στην πλοκή του βιβλίου. 

Για να παίρνουμε μια γεύση και από το κείμενο διαβάζω τις πρώτες σειρές στις οποίες ο Τσαρλς μιλά για την θάλασσα όπως την βλέπει από το σπίτι του.

«Η θάλασσα που απλώνεται μπροστά μου ενόσω γράφω λάμπει μάλλον παρά στραφταλίζει στην άτονη μαγιάτικη λιακάδα. Πάνω που γυρίζει η παλίρροια, ακουμπάει γαλήνια στη στεριά, ακηλίδωτη σχεδόν από κυματάκι κι αφρούς. Ζυγώνοντας στον ορίζοντα παίρνει εκείνο το οργιώδες προφυρό, αυλακωμένο κατά διαστήματα από σμαραγδένιες γραμμές. Στον ορίζοντα γίνεται βαθυγάλαζη… είμαστε στο βαριά και το λαμπρό φως του ήλιου δεν καταφέρνει να διαπεράσει τη θάλασσα. Στα σημεία όπου το νερό αγγίζει απαλά, φευγαλέα τα βράχια μένει ακόμη μια φλούδα χρώμα. Ο ανέφελος ουρανός είναι πολύ αχνός στον βαθγάλαζο ορίζοντα, υπογραμμίζοντας τον απαλά με ασήμι…» (σελ. 31)

Η απομόνωση του Τσαρλς αλλά και η συγγραφή της βιογραφίας του έχει ως σκοπό τον αναστοχασμό, την αυτογνωσία και την περισυλλογή. 

Γράφει: «Τώρα λοιπόν θα απαρνηθώ τη μαγεία (του θεάτρου και της αίγλης) και θα γίνω ερημίτης: θα τοποθετήσω τον εαυτό μου σε μία κατάσταση όπου θα μπορώ να δηλώσω με πάσα ειλικρίνεια πως το μόνο που έχω να κάνω είναι να μάθω να είμαι καλός» (έμφαση δική μας, σελ. 32)

Τι λοιπόν σημαίνει να είσαι καλός; Θα το ανακαλύψει ο Τσαρλς; Θα το κατακτήσει; 

Το σχέδιο του να μείνει μόνος δεν του βγαίνει, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Ένα νήμα ειρωνείας που διατρέχει όλο το βιβλίο είναι το ότι ενώ ο Τσαρλς ψάχνει στην ερημιά την απομόνωση και την μοναξιά αιφνιδιαστικά και απρόσμενα κατακλύζεται από την παρουσία διαφόρων προσώπων που απρόσκλητοι τον επισκέπτονται αλλεπάλληλα εισβάλλοντας κυριολεκτικά στη ζωή του. Με όλους τους έχει ανοιχτούς λογαριασμούς. Το παρελθόν του τον κυνηγάει όπου κι αν πάει. 

Η πιο κραυγαλέα όμως ειρωνεία της μοίρας είναι ότι σε εκείνο το ερημικό χωριουδάκι τυχαίνει να ζει ο πρώτος του παιδικός έρωτας, η Χάρτλι. Ο έρωτας αυτός ήταν ο πιο αληθινός και αθώος που ποτέ του βίωσε. Κόπηκε βίαια αφήνοντας του μια αίσθηση κενού, εκκρεμότητας. 

Και τώρα, η Χάρτλι – κοίτα να δεις σύμπτωση – η Χάρτλι που είχε χάσει τα ίχνη της, που όσο και αν την αναζήτησε δεν κατάφερε ποτέ να την βρει – τυχαίνει να ζει στο ίδιο απομονωμένο χωριό. 

Μήπως λοιπόν υπάρχει μία μοίρα που κυβερνά τη ζωή μας;

Μήπως τελικά υπάρχει ένα μεγάλο σχέδιο που καθορίζει τα βήματα μας;

Μήπως τελικά η συνάντηση του με την αγαπημένη του είναι αυτή που θα δώσει νόημα στη ζωή του;

Ή μήπως όλα αυτά είναι απλά στο μυαλό του και δεν υπάρχει τίποτα το ρομαντικό, καμία συνομωσία του σύμπαντος που συνθέτει τα σκόρπια κομμάτια της ζωής μας σε ένα όλον, σε ένα τέλος και σκοπό.

Η Χάρτλι παρά το τι πιστεύει ή θα ήθελε ο Τσαρλς, παραμένει ικανοποιημένη και πιστά προσηλωμένη σε έναν συμβατικό γάμο με τον Μπεν, έναν συνηθισμένο άνθρωπο χωρίς καμία ιδιαίτερη αίγλη ή διάσταση και τελικά φεύγει όσο πιο μακριά γίνεται από τον Τσαρλς, μετακομίζοντας άνευ λόγου και αιτίας στην Αυστραλία. 

Κι ο Τσαρλς σχολιάζει κάνοντας αναφορά στον γνωστό στίχο του Σεφέρη, «Πάει χάθηκε η Χάρτλι ένα τίποτα είναι πια, δεν υφίσταται πλέον για μένα και τελικά εγώ πάλευα για «ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη» (σελ. 898)

Και έτσι μένουμε στο τέλος της ιστορίας μετέωροι.

Δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια κάποιο «και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα»

Μήπως λοιπόν στη ζωή μας κυνηγούμε «ένα πουκάμισο αδειανό, μια Ελένη»;(σελ. 651)

Μήπως όλοι ψάχνουμε μία φασματική Ελένη;

Υπάρχει άραγε ένα μεγάλο νόημα ή απλά είμαστε ό,τι τρώμε και πίνουμε;

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι οι συχνές και λεπτομερείς περιγραφές του τι τρώει και πίνει ο Τσαρλς. 

Ας διαβάσουμε ξανά ένα απόσπασμα:

«Το μεσημέρι έφαγε τα φιλέτα ρέγγες που ξεπάγωσαν στα γρήγορα μέσα σε βραστό νερό (αν και την περισσότερη δουλειά την είχε κάνει η ήλιος), με λάδι, λεμόνι και ελαφρώς πασπαλισμένα με ξερά βότανα. Τα φιλέτα ρέγγες είναι ίσως καλύτερα από τον καπνιστό σολομό, εκτός κι αν ο σολομός είναι πρώτης ποιότητας. Τα συνόδεψα με τηγανητές γλυκοπατάτες κονσέρβας… για μένα οι πατάτες είναι λιχουδιά, ουδέποτε υπήρξαν το βαρετό καθημερινό συνοδευτικό. Κατόπιν φρυγανισμένο ψωμί με άλειμμα τυριού και ζεστά παντζάρια. Το έτοιμο ψωμί σε φέτες δεν λέει πολλά πράγματα αλλά όταν το φρυγανίσεις με καλό αλατισμένο βούτυρο Νέας Ζηλανδία δεν είναι άσχημο. Ευτυχώς διαθέτω μεγάλη ποικιλία απ αυτές τις σκανδιναβικές κριτσανιστές φρυγανιές που υποτίθεται ότι βοηθάνε στο αδυνάτισμα…» (σελ. 75-76).

Ανάμεσα στα πρόσωπα που παρελαύνουν στο βιβλίο υπάρχει ένα που προσδίδει στην αφήγηση ένα μεταφυσικό βάθος και προσφέρει μια εναλλακτική ματιά των πραγμάτων. Είναι ο Τζέιμς ξάδελφος του Τσάρλς. Ο Τζέιμς είναι κάτι σαν το alter ego του Τσάρλς. Τον βλέπει πάντα ανταγωνιστικά και με ένα είδος φθόνου και ζήλιας. Το ενδιαφέρον με τον Τζέιμς είναι ότι έχει ασπαστεί τον Θιβετιανό βουδισμό. Εδώ να πούμε ότι η ίδια η Murdoch κάποια στιγμή στη ζωή ασχολήθηκε -και σε έναν βαθμό επηρεάστηκε- από αυτόν. 

Ο Τζέιμς λοιπόν φέρνει το θέμα της πίστης και του μεταφυσικού μέσα στην εξίσωση του βιβλίου.

Για τον Τσάρλς, έναν τυπικό Αγγλικανό ή όπως ο ίδιος λέει «ένα ντεμοντέ πρώην χριστιανό» (σελ. 817), η θρησκεία είναι όπως λέει χαρακτηριστικά η «αποφυγή του χυδαίου» και η επιδίωξη της «ευπρέπειας» (σελ. 151). Υπάρχει όμως κάτι πέρα από αυτό στη θρησκεία;

Πού η θρησκεία συναντιέται και πού ξεχωρίζει από τη δεισιδαιμονία;

Υπάρχει κάτι το υπερβατικό; Κάτι έξω και πέρα από εμάς; 

Ένα βράδυ ατενίζει τον έναστρο ουρανό και σχολιάζει:

«Όλα ήταν κίνηση, όλα ήταν αλλαγή, και κατά κάποιον τρόπο όλα ήταν ορατά και συνάμα ασύλληπτα. Κι εγώ δεν ήμουν πια εγώ αλλά κάτι καθηλωμένο, κάτι σαν σωματίδιο, ένα σωματίδιο του σωματιδίου, ο απαραίτητος δέσμιος θεατής, ένας μικροσκοπικός καθρέφτης όπου όλα αντανακλώνται αδιάφορα μέσα του, ενόσω ακίνητος κουφόβραζε και κόχλαζε χρυσός πίσω από τον χρυσό πίσω από τον χρυσό» (σελ. 290).

Υπάρχει άραγε κάποια αλήθεια που βρίσκεται μακράν (σελ. 705) και εκείθεν (σελ. 708);

Μήπως αυτό που βλέπουμε απλά δείχνει προς κάτι πέρα από τα ορατά;

Καθώς αναλογίζεται την παιδική ομορφιά της Χάρτλι, αναρωτιέται (απολαύστε την φράση)

«Μήπως εκείνη η παράξενη αγριεμένη όψη της νεανικής ομορφιάς που είχα τόσο αγαπήσει και λατρέψει ήταν το πρώτο προφητικό ερύθημα μιας απόκοσμης πνευματικότητας;» (σελ. 567)

Υπάρχει όμως μία τέτοια πραγματικότητα;

Ή μήπως ακόμη και οι θεοί είναι τελικά «όνειρα», «προσωπικά οράματα» (σελ. 707);

Μήπως τελικά αυτό που θεωρούμε υπερβατικό είναι «απεικάσματα για να ερμηνεύουν απεικάσματα, εικόνες για να ερμηνεύουν εικόνες» (σελ. 708);

Υπάρχει πραγματικά κάτι επέκεινα ή «ο πιστός προικοδοτεί το αντικείμενο της λατρείας του με δύναμη, αληθινή δύναμη, όχι φανταστική… το Θεό μας τον συνθέτουν οι λαγνείες και οι δεσμεύσεις μας» (σελ. 816);

Ή όπως συνήθιζε να λέει ο Τζέιμς, «μέχρι και ένα δόντι σκύλου αν γίνει λατρευτικό αντικείμενο θα εκπέμπει φως» (σελ. 790).

Κι αν δεν υπάρχει μία πραγματικότητα τελική και οριστική πέρα και έξω από εμάς, τότε πού εδράζεται το νόημα της καλοσύνης, του αγαθού;

Είναι πειστική πρόταση ότι τελικά η πηγή του αγαθού είναι μέσα μας;

Αρκεί το «φως το αυταρέσκειας» για το οποίο μιλάει; (σελ. 882)

Ή μήπως πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τις μεγάλες προσδοκίες και σκοπούς και απλά να ζήσεις «ήσυχα, να προσπαθήσεις να κάνεις μικρές μικρές καλές πράξεις και να μην κάνεις κακό σε κανέναν» (σελ. 914);

Υπάρχει τρόπος να μιλούμε για το αγαθό έξω από την ύπαρξη του Θεού ή την απολυτοποίηση του ανθρώπου;

Η Μurdoch επιχειρεί να ψάξει έναν τρίτο δρόμο.

Υπάρχει όμως; 

Τα καταφέρνει;

Η ακροτελεύτια φράση του βιβλίου μάλλον απαισιόδοξη μου μοιάζει:

«Σε τούτο το δαιμονοπαρμένο προσκύνημα που λέγεται ζωή, τι άλλο πια να περιμένει κανείς, ρωτάω» (σελ. 915).

Γιώτης Κανταρτζής

Παναγιώτης Κανταρτζής

Ο Παναγιώτης Κανταρτζής είναι εμπνευστής του Τρίτου Χώρου, και Ποιμένας της Α' Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.

Άνευ

O ύμνος του δρόμου

Βιβή ΤουφεξήΒιβή Τουφεξή1 Οκτωβρίου 2024
PodcastsΒιβλίο

Λατρεία (Devotion) της Hannah Kent

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής7 Αυγούστου 2024
PodcastsΒιβλίο

Τον Καιρό του Θεού, του Sebastian Barry

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής6 Ιουλίου 2024