Skip to main content

Οι υψικάμινοι καύσης στο φόντο καπνίζουν συνεχώς και ξέρουμε ότι είναι ο καπνός από τα κρεματόρια. Όμως αυτά δεν (δείχνουν να) διαταράσσουν την κανονικότητα των ενοίκων· είναι απλώς «η δουλειά του μπαμπά».

Μέχρι πού φτάνει η «ζώνη ενδιαφέροντός» μας;

Προσοχή: το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει spoilers.

Το εισαγωγικό ηχητικό, που θυμίζει απόκοσμο μουγκρητό, διαδέχονται τιτιβίσματα πουλιών. Μια οικογένεια, αποτελούμενη από ένα ζευγάρι και πέντε παιδιά, κάνει πικνίκ στις όχθες ενός ποταμιού, με φόντο ένα καταπράσινο τοπίο. Στην επόμενη σκηνή μεταφερόμαστε στο σπίτι της οικογένειας: ένα ολοκαίνουργιο διώροφο κτίριο στην εξοχή με ευρύχωρα δωμάτια, κομψούς κοινόχρηστους χώρους και υπηρετικό προσωπικό. Το σπίτι περιβάλλεται από έναν μεγάλο φροντισμένο κήπο, στολισμένο από κάθε λογής πανέμορφα λουλούδια, με οικιακές καλλιέργειες, κληματαριές και θερμοκήπιο. Δεν λείπουν επίσης η πισίνα και ο παιδότοπος.

Σε αυτό το ειδυλλιακό σκηνικό, τα μέλη της οικογένειας ζουν ανέμελα τη ζωή τους: ο μπαμπάς είναι αρκετά απασχολημένος με τη δουλειά του αφιερώνοντας ωστόσο τον δέοντα χρόνο στο μεγάλωμα των παιδιών, η μαμά ξεναγεί τις φίλες της στον κήπο εκθέτοντας ενθουσιασμένη τα σχέδιά της για το μέλλον, το μεγάλο αγόρι φλερτάρει με την κοπέλα του στην πίσω αυλή όσο ο μικρός αδελφός παίζει με τα στρατιωτάκια του, τα μικρότερα κορίτσια τρέχουν και γελάνε χαρούμενα και κάπου-κάπου ακούμε και το κλάμα του μωρού. Όταν έχει καλό καιρό -προφανώς τους θερινούς μήνες, μια και βρισκόμαστε στη νότια Πολωνία- το σπίτι επισκέπτονται οικογενειακοί φίλοι με τα παιδιά τους και τότε στον κήπο στήνονται τα πιο ωραία πάρτι, με εδέσματα και ποτά, όπου όλοι μαζί λιάζονται, χαίρονται την καλή παρέα και γεμίζουν από όμορφες στιγμές.

Ζηλευτό, έτσι δεν είναι;

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η βίλλα με τον μίνι κήπο της Εδέμ συνορεύει με το στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς: για την ακρίβεια, το κύριο στρατόπεδο του Άουσβιτς (KL Auschwitz I) με το χαρακτηριστικό σύμπλεγμα τουβλόκτιστων κτιρίων, τα οποία διακρίνονται πίσω από τον μαντρότοιχο που το χωρίζει από τον κήπο της οικογένειας.

Καταλαβαίνουμε ευθύς αμέσως ότι κάτι νοσηρό συμβαίνει εδώ, όταν βλέπουμε ότι ο μπαμπάς και οι συνάδελφοί του φοράνε τη μαύρη στολή με τους ρούνους των SS και τις ναζιστικές νεκροκεφαλές. Ενώ ήδη στα πρώτα δέκα λεπτά και ο πιο ανυποψίαστος συνειδητοποιεί ότι ο οικογενειάρχης αυτός δεν είναι άλλος από τον Ρούντολφ Ες, τον διαβόητο διοικητή του στρατοπέδου εξόντωσης του Άουσβιτς, από τον Μάιο του 1940 μέχρι τον Νοέμβριο του 1943 [πρόκειται ασφαλώς για τον Rudolf Höss (1901-1947), που δεν πρέπει να συγχέεται με τον Rudolf Hess (1894-1987), ηγετικό στέλεχος του NSDAP και δεξί χέρι του Χίτλερ μέχρι το 1941].

Η ταινία «Ζώνη Ενδιαφέροντος» (“Zone of Interest”, 2023) του Τζόναθαν Γκλέιζερ, συμπαραγωγής Ηνωμένου Βασιλείου και Πολωνίας, είναι ό,τι καλύτερο είδαμε την τρέχουσα κινηματογραφική σεζόν -και μιλάμε για μια περίοδο με αρκετές αξιόλογες παραγωγές. Γιατί, πέρα από τις αναμφισβήτητες κινηματογραφικές αρετές της, κομίζει μια εναλλακτική πρόταση για το πώς μπορούμε να προσεγγίζουμε ζητήματα χιλιοειπωμένα μεν, ασύλληπτα δε, όπως είναι η Shoah.

Η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» είναι μια ταινία για το Ολοκαύτωμα, χωρίς να είναι μια κλασική ταινία για το Ολοκαύτωμα. Και αυτό γιατί καταφέρνει να μας δείξει τη φρίκη του Άουσβιτς, χωρίς να μας δείξει ούτε μία σκηνή από τη φρίκη του Άουσβιτς. Διαφέρει δε ως προς τούτο από όλες τις άλλες ταινίες που καταπιάνονται με το συγκεκριμένο θέμα, όπως «Η Λίστα του Σίντλερ», «Ο Πιανίστας» και «Ο Γιος του Σαούλ».

Η ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάρτιν Έιμις (2014), παρουσιάζει μέρα προς μέρα την καθημερινότητα στην οικία της οικογένειας του Ρούντολφ Ες. Μια καθημερινότητα γεμάτη ρουτίνα, ανεμελιά, γαλήνη -με λίγα λόγια: κανονικότητα. Στο background του φιλμ ακούγονται βέβαια αδιάκοπα ήχοι από ουρλιαχτά φρουρών, κραυγές απελπισμένων, λυσσασμένα γαβγίσματα σκυλιών, πυροβολισμούς. Οι υψικάμινοι καύσης στο φόντο καπνίζουν συνεχώς και ξέρουμε ότι είναι ο καπνός από τα κρεματόρια. Όμως αυτά δεν (δείχνουν να) διαταράσσουν την κανονικότητα των ενοίκων· είναι απλώς «η δουλειά του μπαμπά».

Οι ήχοι από το Άουσβιτς, σαν βγαλμένοι, θαρρείς, από την κόλαση, μοιάζουν να μην επηρεάζουν στο ελάχιστο την ανεμελιά των πρωταγωνιστών. Σαν να είναι δύο εντελώς ασύμπτωτοι κόσμοι, σαν ένας κακόγουστος φαρσέρ να έκανε μοντάζ, «κολλώντας» σε οικογενειακό βίντεο διακοπών ηχητικά από δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για το Ολοκαύτωμα. Η μόνη περίπτωση όπου οι δύο «κόσμοι» συναντιούνται πιο εμφανώς (στην εμβληματική σκηνή όπου ο Ρούντολφ Ες και τα παιδιά του διακόπτουν αναπάντεχα το μπάνιο τους στο ποτάμι λόγω της μακάβριας μάζας ανθρώπινων καταλοίπων που «κατεβαίνει» με τη ροή των νερών) μοιάζει να είναι η μοναδική εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Και αυτό είναι σοκαριστικό -αλλά ταυτόχρονα το πιο σημαντικό που χρειάζεται να ξέρουμε για το μεταφυσικό και συνάμα τόσο χειροπιαστά υλικό κακό το οποίο ενσαρκώνει ο ναζισμός.

Στη «Ζώνη Ενδιαφέροντος» επίσης συνειδητοποιούμε ότι ο θύτης, όση απέχθεια και αν μας προκαλεί ο συγκεκριμένος ανθρωπότυπος του ναζιστή γενοκτόνου γραφειοκράτη, είναι ένας «κανονικός» άνθρωπος. Άραγε ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την «κανονικότητα» με την οποία ο ομπερστουρμπανφίρερ, το πρωί διεκπεραιώνει τη βιομηχανική εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων και το βράδυ αγκαλιάζει τα παιδιά του σαν στοργικός μπαμπάς; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την «κανονικότητα» με την οποία οι αξιωματούχοι των SS συνεδριάζουν στο Οράνιενμπουργκ, σαν άλλοι CEO, χαράζοντας πλάνα και κατευθυντήριες γραμμές για την εντατικοποίηση της «Τελικής Λύσης», με ορολογία που θυμίζει ανατριχιαστικά σύγχρονο management;

Είναι η ναζιστική «κανονικότητα», η οποία στα χρόνια του Γ’ Ράιχ είχε εξοβελίσει κάθε αίσθημα συμπόνιας και ανθρωπιάς στη σκέψη και την πρακτική ενός κατά τ’ άλλα πολιτισμένου έθνους, αντικαθιστώντας τις χριστιανικές του αξίες με ένα πλαίσιο στο οποίο όλα αυτά τα αδιανόητα εγκλήματα μπορούσαν να πραγματωθούν· ένα πλαίσιο που διεπόταν από τον κοινωνικό δαρβινισμό και την παγανιστική λατρεία της γης και του αίματος.

Στη «Ζώνη Ενδιαφέροντος» η φρικωδία είναι εκεί, η μεγαλύτερη γενοκτονία στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι εκεί. Αλλά πίσω από τον τοίχο που μας την κρύβει. Δεν τη βλέπουμε. Δεν βλέπουμε τις καθημερινές εκτελέσεις, τα βάναυσα ιατρικά πειράματα, τις συνθήκες απόλυτης κακομεταχείρισης και απο-ανθρωποποίησης, αλλά ξέρουμε ότι είναι εκεί. Δεν βλέπουμε τους εκατοντάδες χιλιάδες αιχμαλώτους, τους Εβραίους, τους Σίντι και τους Ρομά, τους πολιτικούς και ιδεολογικούς κρατουμένους, τους ανθρώπους που καταφθάνουν στριμωγμένοι σε τρένα από όλες τις μεριές της ναζιστοκρατούμενης Ευρώπης για να εξοντωθούν μέσα σε λίγες μέρες ή -συνηθέστερα- ώρες. Ίσως βλέπουμε ή ακούμε κάποιο τρένο να περνάει πίσω από τις φυλλωσιές, αλλά αυτό δεν μας απασχολεί ως κάτι περισσότερο παρά ως δευτερεύον σκηνικό της ανέμελης καθημερινότητας των Ες.
Δεν βλέπουμε στην ταινία ούτε μία από τις αναρίθμητες οικογένειες Εβραίων που μάζεψαν οι ναζήδες και οι σύμμαχοί τους από την Πολωνία, τη Ρωσία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και αλλού. Δεν βλέπουμε καμία σκηνή όπου τα SS ξεχώριζαν τους άντρες από τις γυναίκες, ούτε την καταλήστευση των υπαρχόντων τους, ούτε τις δερματοστιξίες με τους αριθμούς κρατουμένων, ούτε την απογύμνωση των θυμάτων, ούτε τη θανάτωσή τους στους θαλάμους αερίων με Zyklon-B, ούτε τους ζοντερκομάντο που ήταν επιφορτισμένοι να μεταφέρουν τα πτώματα στα κρεματόρια, ούτε, ούτε, ούτε…

Κι όμως, όλα αυτά είναι εκεί.

Είναι εκεί, όταν η Χέντβιχ, σύζυγος του Ρούντολφ Ες, αυτοαποκαλούμενη και ως… «Βασίλισσα του Άουσβιτς», δοκιμάζει να δει αν της κάνει η γούνα ή αν της πάνε τα κοσμήματα που «υπεξαιρέθηκαν» από γυναίκες που πιθανόν έχουν ήδη θανατωθεί. Είναι εκεί, μέσα από το τρομοκρατημένο βλέμμα της νεαρής σκλάβας που στρώνει το τραπέζι της οικογένειας. Είναι εκεί, όταν ο Ες χαλαρώνει τη νύχτα με ένα τσιγάρο, ατενίζοντας τους καπνούς από τα κρεματόρια που καίνε ακατάπαυστα.

Το Ολοκαύτωμα είναι εκεί με έναν έμμεσο τρόπο που διαφέρει από την ωμότητα δεκάδων ταινιών οι οποίες έχουν γυριστεί για το ίδιο θέμα, και σε κάποιον βαθμό ίσως μας έχουν εξοικειώσει (αν όχι αναισθητοποιήσει) ως προς τις εικόνες συρματοπλεγμάτων, ανθρώπων με ριγέ στολές και θαλάμων αερίων. Είναι εκεί, χωρίς να βλέπουμε τους σωρούς αποσκελετωμένων πτωμάτων, τον πόνο, τον φόβο, το αίμα και τη στάχτη.

Γιατί δεν τα βλέπουμε όλα αυτά; Γιατί η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» είναι η πρώτη ταινία του είδους όπου το βλέμμα του θεατή δεν ταυτίζεται με το βλέμμα του θύματος, αλλά του θύτη. Και αντιλαμβανόμαστε έντρομοι, ότι η ματιά μας, τουλάχιστον κινηματογραφικά, δεν διαφέρει από τη ματιά του θύτη. Δεν βλέπουμε τίποτα από τη φρίκη του Άουσβιτς, όχι μόνο γιατί έτσι επέλεξε ο σκηνοθέτης, αλλά κυρίως γιατί έτσι επέλεξαν οι θύτες ή, καλύτερα, η οικογένεια του συγκεκριμένου θύτη, του επί τριάμισι χρόνια διοικητή του πιο θανατηφόρου ναζιστικού στρατοπέδου εξόντωσης στην Ευρώπη.


Δεν βλέπουμε λοιπόν το Άουσβιτς στην εν λόγω ταινία όπως πραγματικά ήταν, γιατί κινηματογραφικά η ματιά μας ταυτίζεται με τη ματιά της πλευράς των θυτών. Και όχι μόνο με τη ματιά της οικογένειας του Ες, αλλά και με τη ματιά του μέσου Γερμανού και της μέσης Γερμανίδας της περιόδου του πολέμου που, κακά τα ψέματα, «δεν ήθελε να ξέρει» (για να χρησιμοποιήσω τη χαρακτηριστική φράση της γραμματέως του Γκαίμπελς, Μπρουνχίλντε Πόμζελ).

Ας είμαστε ειλικρινείς: όπως οι χαρακτήρες στη «Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Γκλέιζερ, έτσι και οι περισσότεροι/ες από εμάς, αν ζούσαμε τότε, δεν θα θέλαμε να δούμε, γιατί απλούστατα δεν θα θέλαμε να ξέρουμε.

Η συνειδητοποίηση συνεπάγεται δράση, αλλιώτικα η αδράνεια συνεπάγεται συνενοχή.
Γιατί να φορτωθούμε τέτοια ηθικά διλήμματα, όταν μπορούμε απλώς να επιλέξουμε να ζούμε στην καθησυχαστική άγνοιά μας, η οποία μας διασφαλίζει έστω προσωρινά τη διατήρηση των κεκτημένων μας, αν όχι και του κεφαλιού μας στη θέση του;

Ο κατά Χόμπσμπομ «αιώνας των άκρων» του Ολοκαυτώματος, των γκούλαγκ και του πυρηνικού ολέθρου έχει παρέλθει, αλλά ποιος μας εγγυάται ότι τίποτα από αυτά δεν θα επαναληφθεί;
Ας αναρωτηθούμε: σε συνθήκες όπως οι σημερινές, μέχρι που φτάνει η «ζώνη ενδιαφέροντός» μας; Θέλουμε να δούμε πίσω από τη μάντρα της ατομικής, επαγγελματικής και οικογενειακής μας βολής; Θέλουμε να ξέρουμε τι γίνεται πίσω από τον τοίχο που χωρίζει τον κόσμο των προνομίων μας, από τον κόσμο του πόνου και της απόγνωσης, της προσφυγιάς και της εξαθλίωσης, εκεί όπου υποφέρουν, στα απόνερα του καπιταλισμού ή σε συνθήκες φονταμενταλισμού, εκατομμύρια εικόνες του Χριστού (Ματθ. 25:31-46); Και μέχρι πού είμαστε διατεθειμένοι να διευρύνουμε αυτή τη «ζώνη»;

Ο τελευταίος λόγος ανήκει στον παραγωγό της ταινίας Τζέιμς Γουίλσον, ο οποίος πρόσφατα δήλωσε: «Ένας φίλος, αφού είδε την ταινία, μου έγραψε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τους τοίχους που χτίζουμε στη ζωή μας, πίσω από τους οποίους επιλέξαμε να μην κοιτάμε. Όμως αυτοί οι τοίχοι δεν είναι καινούργιοι πριν ή κατά τη διάρκεια ή μετά το Ολοκαύτωμα, και φαίνεται έντονο αυτή τη στιγμή ότι πρέπει να νοιαζόμαστε για τους αθώους ανθρώπους που σκοτώνονται στη Γάζα ή την Υεμένη, με τον ίδιο τρόπο που νοιαζόμαστε για τους αθώους ανθρώπους που σκοτώθηκαν στη Μαριούπολη ή στο Ισραήλ.»


Γιάννης Αντωνόπουλος

Σκιτσογράφος και μέλος της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων με σπουδές στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία. Εργάζεται ως δημιουργός κόμικς, ως καρικατουρίστας και ως δάσκαλος Σκίτσου-Comics για παιδιά και εφήβους. Αρθρογραφεί για όσα τον ενδιαφέρουν.

ΆρθραΟθόνη

“Past Lives” 2023

Τιμόθεος ΖουγκουρίδηςΤιμόθεος Ζουγκουρίδης12 Μαΐου 2024
ΆρθραΟθόνη

Io Capitano (2023)

Τιμόθεος ΖουγκουρίδηςΤιμόθεος Ζουγκουρίδης28 Μαρτίου 2024