του Τζόζεφ Κόνραντ
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα
![](https://www.tritosxoros.gr/wp-content/uploads/2024/03/Epimetro-Sk1-1024x1024.jpg)
Η καρδιά του σκότους. Ένα από τα σημαντικά έργα της Αγγλικής Λογοτεχνίας γραμμένο στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα.
Ήδη ο τίτλος γεννά το πρώτο ερμηνευτικό ερώτημα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αφηγείται ένα ταξίδι στο βάθος της Αφρικανικής ηπείρου, στην καρδιά του σκότους;
Ή μήπως η καρδιά του σκότους είναι μία αναφορά στην ασχήμια και στην βαναυσότητα της αποικιοκρατίας;
Από την άλλη αρκετοί βλέπουν στο βιβλίο αυτό μία βυθοσκόπηση στο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης που στο εσωτερικό πυρήνα του ελλοχεύει αν και καλά κρυμμένη η καρδιά του σκότους.
Πιστεύω ότι είναι όλα αυτά μαζί. Πράγματι σε ένα πρώτο επίπεδο, στην επιφάνεια της αφήγησης έχουμε την περιγραφή του ταξιδιού του πρωταγωνιστή, του Μάρλοου, στην καρδιά της Αφρικανικής ηπείρου και συγκεκριμένα στο Κογκό. Η αφήγηση αυτή βρίσκεται εντός μιας άλλης αφήγησης. Ο Μάρλοου μαζί άλλους τέσσερις συνταξιδιώτες έχει κολλήσει με το ιστιοφόρο τους στον Τάμεση λόγω παλίρροιας και έτσι πρέπει να περιμένει να αλλάξουν τα νερά για να μπορέσουν να φύγουν προς την θάλασσα. Όταν πια ο ήλιος έχει δύσει, μέσα στο σκοτάδι, θυμάται και εξιστορεί την περιπέτεια του ταξιδιού του μέσω ενός ποταμού στην ενδοχώρα του Κογκό. Μένοντας για λίγο σε αυτό το επίπεδο αξίζει να σημειώσουμε τις εκπληκτικές περιγραφές του άγριου και αδάμαστου τοπίου που ζωγραφίζει με την γραφίδα του. Ενός τοπίου που άθικτο από τον πολιτισμό διατηρεί κάτι το πρωτόγονο και το αυθεντικό.
Ας δούμε μία τέτοια περιγραφή:
“Είχα στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά της λάσπης, μιας λάσπης – μα το Θεό! – αρχέγονης. Και είχα μπροστά στα μάτια μου την τέλεια ακινησία του αρχέγονου δάσους. Μέσα στο μαύρο φαράγγι έβλεπα εδώ κι εκεί μικρά σημεία φωτεινά. Το φεγγάρι είχε απλώσει παντού μια λεπτή στρώση ασήμι – πάνω στα βρωμερά χορτάρια, πάνω στη λάσπη, πάνω στο τείχος της μπλεγμένης βλάστησης που έφτανε πιο ψηλά κι από τοίχο εκκλησίας, πάνω στον μεγάλο ποταμό που έβλεπα μέσα από μια σκοτεινή σχισμή να λαμπυρίζει, να αστράφτει, καθώς κυλούσε πλατύς και χωρίς ούτε έναν ψίθυρο. Τα πάντα ήταν μεγαλειώδη, γεμάτα προσμονή, σιωπηλά… αναρωτήθηκα αν αυτή η απόλυτη ακινησία της απεραντοσύνης έτσι όπως μας κοιτούσε ήταν κάλεσμα ή απειλή” (53).
Το βιβλίο όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό ταξιδιωτικό ημερολόγιο. Είναι σαφώς μία κριτική στην αποικιοκρατία η οποία βρίσκεται στο απόγειο της την περίοδο που γράφεται. Ένας χάρτης της εποχής απεικονίζει τον κόσμο σημειώνοντας με κόκκινο της Αγγλικές κτήσεις. Σε αυτόν η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται στο κέντρο και σχεδόν ο μισός γνωστός κόσμος είναι βαμμένος κόκκινος. Βέβαια η κριτική του Κόνραντ είναι έμμεση μιας και εστιάζει στο Βέλγιο, την περίοδο του Λεοπόλδου Β’ ο οποίος έστησε στις Βρυξέλλες μια προσωπική εταιρεία που λεηλατούσε με βαρβαρότητα το Κογκό. Αξίζει όμως εδώ να σημειώσουμε ότι στο βιβλίο δεν έχουμε καμία συγκεκριμένη γεωγραφική αναφορά. Έτσι οι Βρυξέλλες είναι απλά η πόλη που μοιάζει με “ασβεστωμένο τάφο” (βιβλική αναφορά στο καταδίκη των Φαρισαίων από τον Χριστό), αλλά ούτε και η Αφρική, ούτε το Κογκό κατονομάζονται. Η ασάφεια αυτή καθιστά το βιβλίο μία γενική και οικουμενική καταδίκη της αποικιοκρατίας αλλά και γενικότερα της ιδέας της επιδίωξης εκπολιτισμού των αγρίων. Οι πεφωτισμένοι Δυτικοί αν και επιφανειακά μοιάζει να “πολεμούν το σκοτάδι” (18) στην πραγματικότητα επιδιώκουν την “κατάκτηση της γης που βασικά σημαίνει να την κλέβεις απ΄ όσους έχουν άλλο χρώμα δέρματος ή λίγο πιο πλακουτσωτή μύτη από σένα”(18).
Έτσι κι ο Μάρλοου ξεκινά το ταξίδι του ως “πρεσβευτής του φωτός, σαν ένα πιο ταπεινό είδος απόστολου” (28) που θα συμβάλει στον “απογαλακτισμό εκείνων των αφώτιστων πληθυσμών από τα φρικαλέα ήθη τους” (28). Μέσα του όμως ξέρει ότι ο σκοπός της Εταιρείας και όλης της επιχείρησης “ήταν το κέρδος” (28). Ή όπως λέει αλλού “ήταν ν’ αρπάξουν θησαυρούς από τα σπλάχνα εκείνου του τόπου” (60).
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του βιβλίου είναι όταν στο ταξίδι τους μέσα στον ποταμό συναντούν μία γαλλική φρεγάτα η οποία πυροβολούσε την ζούγκλα χωρίς να υπάρχει κανείς εκεί. Χωρίς πρόκληση ή λόγο. Το όλο περιστατικό έχει κάτι το παρανοϊκό και μία “αίσθηση θλιβερής φαιδρότητας” (31). Ένα πολεμικό πλοίο “που κανονιοβολεί μια ήπειρο” (34).
Υπάρχει όμως στο βιβλίο και μία ακόμη διάσταση, ένα ακόμη επίπεδο που αφορά τώρα το προσωπικό ταξίδι προς το βάθος της ύπαρξης μας για να ανακαλύψουμε μέσα μας την καρδιά του σκότους. Όπως προειδοποιεί ο ηλικιωμένος γιατρός της Εταιρείας στον Μάρλοου σε όσους πηγαίνουν εκεί “οι αλλαγές συμβαίνουν εντός” (26). Τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος βρεθεί χωρίς τις συμβάσεις και τους περιορισμούς του πολιτισμού; Όταν ταξιδέψει “στη νύχτα του αρχαίου χρόνου” αποκομμένος από το “νόημα του περίγυρού” του (71). Όταν δεν υπάρχουν πλέον τα εξωτερικά χαλινάρια (45); Όταν το κτήνος δεν είναι αλυσοδεμένο και καθυποταγμένο αλλά τριγυρνά ελεύθερο; Βλέποντας τους ιθαγενείς και την άγρια φύση ο Μάρλοου περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια το πως νιώθει:
“… Το πιο συναρπαστικό απ’ όλα ήταν, απλούστατα, η σκέψη της ανθρώπινης υπόστασής τους που ήταν σαν τη δική σου, και η σκέψη της μακρινής σου συγγένειας μ’ αυτή την άγρια και φλογερή μανία. Ήταν βδελυρό. Ναι, ήταν βδελυρό, δεν αντιλέγω. Αλλά αν ήσουν άνδρας, δεν γινόταν να μην παραδεχτείς ότι κάτι μέσα σου συντονιζόταν ανεπαίσθητα με την τρομερή ειλικρίνεια εκείνων των ήχων, ότι κάπου φώλιαζε μια αχνή υποψία πως σ’ όλα αυτά υπήρχε ένα νόημα που εσύ – εσύ ο τόσος ξεκομμένος απ΄τη νύχτα του αρχαίου χρόνου – μπορούσες παρ’ όλα αυτά να το καταλάβεις” (72). Μήπως μέσα μας κρύβουμε αρκετή νύχτα; Την καρδιά του σκότους που οι επιταγές και τα χαλινάρια του πολιτισμού και του περίγυρου μας την περιορίζουν και απλά την απωθούν χωρίς ωστόσο να μπορούν ποτέ να την ακυρώσουν και να την ξεριζώσουν;
Όλες αυτές οι πτυχές και τα επίπεδα νοήματος συμπυκνώνονται σε ένα πρόσωπο που βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, στον Κούρτς. Ο Κούρτς είναι ένας θρύλος. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν “ένας πρώτης τάξης πράκτορας της Εταιρείας” (39). Ο πιο αποτελεσματικός. Ο σταθμός στον οποίο ήταν υπεύθυνος έστελνε περισσότερο ελεφαντόδοντο από ότι όλοι οι υπόλοιποι σταθμοί μαζί. Βέβαια κι αυτός πήγε εκεί ως “πρεσβευτής του ελέους και της επιστήμης και της προόδου κι ένας διάολος ξέρει τι ακόμα” προσηλωμένος στον υψηλό στόχο, στην υψηλή αποστολή που του “ανέθεσε υπό μία έννοια, η Ευρώπη” (51). Θα μπορούσε κανείς ακόμη να πει ότι ο Κούρτς λειτουργεί ως προσωποποίηση της ίδιας της Ευρώπης (δες και σελ. 96).
Καθώς βρέθηκε μέσα στην καρδιά του σκότους το σκοτάδι κυρίεψε την καρδιά του.
Διαβάζουμε:
“Ο άγριος εκείνος τόπος τον είχε ακουμπήσει τρυφερά στο κεφάλι, κι αυτό μεμιάς έγινε σαν μπάλα, μια μπάλα από φίλντισι. Τον χάιδεψε και – ιδού!- αμέσως μαράθηκε, ο τόπος τον πήρε, τον αγάπησε, τον αγκάλιασε, τρύπωσε στις φλέβες του, ρήμαξε τη σάρκα του και σφράγισε την ψυχή του με τη δική του ψυχή, μέσα από τις ασύλληπτες τελετές μιας διαβολικής μύησης” (94).
Το σκοτάδι τον ρούφηξε και οι “δυνάμεις του σκότους τον έκαναν δικό τους” (94). Από απόστολος της προόδου έγινε ένας εγωκεντρικός, αδίστακτος άνθρωπος αποκτώντας “περίοπτη θέση ανάμεσα στους δαίμονες εκείνου του τόπου” (94).
Κι όμως ήταν αυτός στον οποίο ανάθεσε η Διεθνής Οργάνωση για την Εξάλειψη των Απολίτιστων Ηθών την συγγραφή μιας έκθεσης για την καθοδήγηση της εταιρίας. Αυτή κατέληγε με την φράση “εξολοθρεύστε όλους τους υπάνθρωπους!” (97).
Ο Μάρλοου τον συναντά να είναι βαριά άρρωστος. Παρόλα αυτά ασκεί μία γοητεία πάνω του. Όσο κι αν προσπαθεί να τον συνεφέρει, να του λύσει τα μάγια δεν τα καταφέρνει. “Το σκοτάδι του ήταν αδιαπέραστο” (131). Στο τέλος πεθαίνει φωνάζοντας “Η φρίκη, η φρίκη”(131). Αν ο Κούρτς είναι μία προσωποποίηση της Ευρώπης έχουμε άραγε εδώ μια προφητική προειδοποίηση για το μέλλον της ηπείρου; Αν πάλι είναι ένας καθρέφτης για να δούμε τους εαυτούς μας βλέπουμε την κατάληξη μιας ζωής που αφέθηκε να παρασυρθεί και να βουλιάξει στο σκοτάδι και στην ιδιοτέλεια.
Το βιβλίο όμως έχει πιστεύω να πει αρκετά και για το πώς λέμε ιστορίες.
Υπάρχει νόημα στις ιστορίες μας;
Υπάρχει αλήθεια, ηθικό δίδαγμα;
Οδηγούν πουθενά;
Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Terry Eagleton για τον Κόνραντ και γενικά με την έλευση του μοντερνισμού “γίνεται όλο και πιο δύσκολο να πει κάνεις ευθέως ακόμη και την πιο απλή ιστορία”. Έτσι ο κεντρικός χαρακτήρας ο Μάρλοου δεν μοιάζει να καταλήγει πουθενά. Καθώς προχωρά προς τα μπρος πηγαίνει όλο και περισσότερο προς τα πίσω (δες σελ, 67). Και όπως ξανά παρατηρεί ο Eagleton η τελευταία φράση του Μάρλοου και του βιβλίου είναι ένα ψέμα (που λέει στην μνηστή του Κούρτς που επιμένει να μάθει ποια ήταν η τελευταία του κουβέντα πριν πεθάνει).
Η καρδιά του σκότους λοιπόν είναι ένα προμήνυμα για τον ερχομό μιας εποχής, της εποχής μας που η αλήθεια θα είναι όλο και πιο δύσκολο να διατυπωθεί, να οριστεί και να εδραιωθεί. Η ιστορία στερείται ηθικού διδάγματος όπως και οι υπόλοιπες ιστορίες του Μάρλοου όπως παρατηρεί ένας από τους συνταξιδιώτες του και τους ακροατές του (18). Η εσωτερική αλήθεια των πραγμάτων κρύβεται (68). Τι είναι λοιπόν τελικά η ζωή;
“Τι κωμικό πράγμα που είναι η ζωή – αυτή η μυστηριώδης επιστράτευση άπονης λογικής για έναν μάταιο σκοπό” (132). Δεν υπάρχει ελπίδα στην ιστορία και δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα στην αφήγηση.
“Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να τη γνωρίσει σε βάθος;” (Ιερεμίας 17:9)
Κάποιες φορές μια ιστορία έχει την τόλμη και την διαύγεια να το επιχειρήσει.
Αυτό γίνεται με την Καρδιά του Σκότους και ο τίτλος μας λέει τι είναι αυτό που βρίσκει εκεί στο βάθος πέρα από τις επίκτητες αναστολές ή τα εξωτερικά χαλινάρια.