“Όσα μπορούσαμε να δούμε οι βράχοι, η ακτή τα δέντρα ,οι βάρκες στη λίμνη είχαν χάσει τα συνήθη γνωρίσματα τους και είχανε γίνει θολά μέσα στο παρατεταμένο γκρίζο μιας βροχερής εβδομάδας. Ακόμα και το σπίτι που το φανταζόμασταν καμωμένο από πέτρα τρεμόπαιζε μέσα σε μια βαριά ομίχλη και μέσα απ' αυτήν την ομίχλη ενίοτε μια πόρτα ή ένα παραθύρι εμφανίζονταν”.
της Jeanette Winterson
Μετάφραση Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Gutenberg
Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας; Πόσο χειροπιαστή και δεδομένη είναι; Πόσο μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτήν και ποια είναι τα όρια της; Ποια είναι τα νέα δεδομένα που γεννά η τεχνολογία όπως η τεχνητή νοημοσύνη αλλά και διάφορες πειραματικές πρακτικές όπως η κρυονική ή κρυογονική. Πώς θα μοιάζει το μέλλον; Θα μπορέσουμε να υπερβούμε τον θάνατο; Ποια θα είναι η σχέση μας με ανθρωποειδή ρομπότ που ενδεχομένως θα έχουμε δημιουργήσει; Με τα ερωτήματα αυτά καταπιάνεται η Τζάνετ Γουίντερσον στο βιβλίο της με τον παραμπεπτικό τίτλο Frankissstein.
Εμείς στο επίμετρο μας θα πιάσουμε δύο από τα νήματα που ξετυλίγει στο βιβλίο της η Γουίντερσον.
Το πρώτο αφορά το ερώτημα γύρω από την φύση της πραγματικότητας. Ξεκινά με τη δήλωση: “Η πραγματικότητα είναι υδροδιαλυτή” και στη συνέχεια εικονογραφεί ένα σκηνικό στο οποίο “κάθε στερεό πράγμα είχε διαλυθεί στο υδαρές αντίστοιχό του” (13)
Για να πάρουμε και μία ιδέα για την γραφή της παραθέτουμε όλη την παράγραφο:
“Όσα μπορούσαμε να δούμε οι βράχοι, η ακτή τα δέντρα ,οι βάρκες στη λίμνη είχαν χάσει τα συνήθη γνωρίσματα τους και είχανε γίνει θολά μέσα στο παρατεταμένο γκρίζο μιας βροχερής εβδομάδας. Ακόμα και το σπίτι που το φανταζόμασταν καμωμένο από πέτρα τρεμόπαιζε μέσα σε μια βαριά ομίχλη και μέσα απ’ αυτήν την ομίχλη ενίοτε μια πόρτα ή ένα παραθύρι εμφανίζονταν”.
![](https://www.tritosxoros.gr/wp-content/uploads/2024/04/Epimetro-Sk3-A-1024x1024.jpg)
Είναι άραγε η εικόνα αυτή μία παραβολή για την φύση της πραγματικότητας που γίνεται όλο και πιο θολή και ρευστή;
Ας τοποθετήσουμε όμως αυτό που διαβάσαμε στον χρόνο. Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1816 όταν οι ποιητές Πέρσι Σελεΐ μαζί με την γυναίκα του Μαίρη Σέλεΐ πέρασαν το καλοκαίρι τους στη λίμνη της Γενεύης μαζί με τον Μπάιρον, τον γνωστό Λόρδο Βύρωνα, και την ερωμένη του Κλερ Κλερμόντ που είναι και ετεροθαλής αδελφή της Μαίρης. Η Μαίρη Σέλεΐ εκεί συλλαμβάνει και γράφει την ιστορία του Φρανκενστάιν του επιστήμονα που δημιούργησε ένα ανθρωποειδές τέρας που το ονόμασε Νικηφόρο Φρανκενστάιν. Μια ιστορία που έγινε εμβληματική και προφητική για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η ανθρωπότητα.
Η ιδέα της ρευστότητας αποτυπώνεται στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το βιβλίο. Έτσι ενώ ξεκινούμε στο πλαίσιο που μόλις περιγράψαμε απότομα μεταφερόμαστε σε μία άλλη εποχή και σε μια άλλη ιστορία χωρίς ωστόσο να χάνονται οι συνδέσεις με την προηγούμενη.
Σε αυτήν που τοποθετείται μάλλον σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, συναντούμε την/τον Ρι Σέλεΐ (σύντμηση της Μαίρης), τον Νικηφόρο Στάιν (σύντμηση του Φρανκενστάιν) και τον Ρόν Λόρντ (που παραπέμπει στον Λόρδο Μπάιρον). Η/Ο Ρι είναι μια γιατρός που έχει ξεκινήσει την διαδικασία για αλλαγή φύλου από γυναίκα σε άνδρα. Ο Νικηφόρος Στάιν είναι ένας φημισμένος καθηγητής που ασχολείται με πειραματικές μορφές τεχνητής νοημοσύνης και εξελικτικότητας, ένας οραματιστής του μέλλοντος. Συνεργάτης του είναι ο Ρον ο οποίος σε αντίθεση με τον Στάιν είναι ένας καιροσκόπος, σωβινιστής που προωθεί τα ΧΧ-Μποτ ή αλλιώς τα σεξμποτ του, τα ρομπότ του σεξ φτιαγμένα ως σύντροφοι για την ικανοποίηση των ανδρών. Συνεργάτης του Ρον είναι και η Κλερ, στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα.
Μέσα από τις αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις από την μία ιστορία στην άλλη κι από το παρελθόν στο μέλλον χάνουμε την αίσθηση της τάξης, της αλληλουχίας των γεγονότων, μιας συγκροτημένης και σφιχτής πραγματικότητας.
Και είναι πιστεύω κι αυτό ένας τρόπος για να δούμε την ρευστότητά της.
Σταχυολογώντας διάφορες επικεφαλίδες στην αρχή κάποιων κεφαλαίων συνθέτουμε ξανά την εικόνα της ρευστότητας.
Ήδη είδαμε μια πρώτη επικεφαλίδα
“Η πραγματικότητα είναι υδροδιαλυτή”
Συνεχίζει
“Η πραγματικότητα κάμπτεται μέσα στον καύσωνα“ (41)
Και παρακάτω
“Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα” (77)
Στη συνέχεια
“Η πραγματικότητα δεν αντέχει πάρα πολλή ανθρωπότητα” (95)
Και πιο πέρα
“Η πραγματικότητα είναι τώρα” (182)
Αλλά μετά
“Η πραγματικότητα δεν είναι τώρα” (239)
Και καταλήγει
“Η πραγματικότητα είναι…. τί;” (375)
Φτάνοντας στο τέλος λοιπόν μένει ανοιχτό το ερώτημα, τι τελικά είναι η πραγματικότητα;
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το ερώτημα με το οποίο καταπιάνεται η Γουίντερσον. Ένα άλλο νήμα αφηγήσεων και στοχασμών που ξετυλίγεται στο βιβλίο αφορά το ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος. Ποια είναι η φύση του ανθρώπου.
Ξανά και ξανά μέσα στο βιβλίο επαναλαμβάνεται μια φράση από ένα σονέτο του Σαίξπηρ
“ποια είναι η ουσία σου; Από τι είσ’ άραγε πλασμένος και χίλιες πάντα ξένες σκιές σε ακολουθούν πιστά;”
Πλούσιο υλικό μας δίνεται από την Γουίντερσον για να στοχαστούμε και γύρω από την ερώτηση αυτή. Σε έναν στοχαστικό μονόλογο της στην αρχή του βιβλίου η Μαίρη Σέλεΐ λέει:
“Να με λοιπόν με την ανεπαρκή μου επιδερμίδα να αναρριγώ και να τρέμω. Ένα φτωχό είδος δίχως μύτη σαν του σκύλου και δίχως την ταχύτητα ενός αλόγου και δίχως φτερά όπως οι γερακίνες που τις κραυγές τους ακούω πάνωθέ μου σαν χαμένες ψυχές, και δίχως πτερύγια, μήτε καν της γοργόνας την ουρά μέσα σ’ αυτόν το μουλιασμένο καιρό. Δεν έχω τα προσόντα που διαθέτει τούτος ο ποντικοσκίουρος που χάνεται σε μία σχισμή στο βράχο. Είμαι ένα φτωχό είδος, μονάχα που έχω την ικανότητα να σκέφτομαι” (15).
Τι θα γίνει όμως όταν ένα άλλο ον θα έχει την ικανότητα να σκέφτεται μαζί με εμάς, πέρα από εμάς ή ακόμη και για εμάς;
Τι θα γίνει όταν δημιουργηθεί από τον άνθρωπο μία μη ανθρώπινη νοημοσύνη, σύμφωνα με τα πρότυπα π.χ. του μυθικού Φρανκενστάιν;
Σε ένα σημείο παραθέτει μία χαρακτηριστική δήλωση του Λάρι Πέιτζ συνιδρυτή της Google
“Η υπέρτατη μηχανή αναζήτησης θα καταλαβαίνει τα πάντα στον κόσμο. Θα καταλαβαίνει καθετί που ρώτησες και θα σου δίνει το απολύτως ακριβές στη στιγμή. Θα μπορούσες να ρωτήσεις, τι θα έπρεπε να ρωτήσω το Larry; Και θα σου έλεγε”
Η διερώτηση για την φύση του ανθρώπου κινείται προς διάφορες κατευθύνσεις στο βιβλίο. Μία ενδιαφέρουσα και επίκαιρη έχει να κάνει με την σωματικότητα και το φύλο και εδώ η προσοχή μας εστιάζει στην Ρι που είναι ένας τρανς άνδρας. Η ίδια, όπως μας λέει, δεν ένιωθε άνετα σε ένα γυναικείο σώμα και έτσι έκανε ορμονοθεραπεία για την μετάβαση.
Η στρατηγική της Γουίντερσον έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μας καλεί να σκεφτούμε τι θα γίνει αν πάμε την ιδέα αυτή ένα βήμα παραπέρα. Με άλλα λόγια σήμερα μπορεί να θεωρήσουμε αποδεκτή την παρέμβαση μιας τέτοιας μετάβασης. Τι θα γινόταν όμως εάν πηγαίναμε το ερώτημα λίγο παραπέρα.
Τι θα λέγαμε για όσους αισθάνονται ότι “οποιοδήποτε σώμα είναι το λάθος σώμα” (134). Ποια θα ήταν η άποψη μας για “έξυπνες εμφυτεύσεις, γενετική τροποποίηση, προσθετική ενίσχυση, ακόμη και τη δυνατότητα να ζήσεις αιωνίως ως προσομοίωση εγκεφάλου” (135). Πώς θα βλέπαμε ένα μέλλον στο οποίο θα μπορούμε να βγούμε από το σώμα και θα είμαστε σε θέση να επιλέξουμε όποια μορφή επιθυμούμε: “ζώο, φυτό, ορυκτό” (147).
Ποια είναι λοιπόν τα όρια παρέμβασης στο σώμα μας και στο πεπρωμένο μας;
Ο Νικηφόρος Στάιν θαυμάζει την Ρι γιατί “επέλεξε να παρέμβει στην ίδια της την εξέλιξη. Επιτάχυνε το πορτφίλιο των δυνατοτήτων της” (προσαρμογή στο 3ο πρόσωπο, 189). Η ίδια λοιπόν πήρα στα χέρια της της “αυτοεξέλιξή” της. Αν όμως το “κορμί είναι ροή”όπως το βλέπει η Ρι (197) τότε ποια είναι τα όρια της παρέμβασης; Ακόμη όμως και αν δεν ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο το βιβλίο θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα. Σε κάποιο σημείο η Ρι μονολογεί με ειλικρίνεια ότι “είμαι μέσα στο σώμα που προτιμώ. Αλλά το παρελθόν, το παρελθόν μου, δεν μπορώ να το εγχειρίσω” (155). Και αλλού παραδέχεται ότι “τίποτε απ’ όσα κάνουμε στο σώμα μας δεν γίνεται δίχως συνέπειες” (368). Και συνεχίζει, “εγώ είμαι τρανς κι αυτό σημαίνει μια ζωή με ορμόνες…Όπως είμαι τώρα, γυναίκα που έγινε άνδρας, διατηρώ τον ανδρισμό μου ανέπαφο με τεστοστερόνες αλλά το σώμα μου ξέρει ότι δεν γεννήθηκα έτσι. Το παράδοξο είναι ότι αισθανόμουν σε λάθος σώμα αλλά για το σώμα μου ήταν το σωστό σώμα. Αυτό που έχω κάνει γαληνεύει το μυαλό μου και αναστατώνει την χημεία μου.” (369). Γόνιμα ερωτήματα ιδιαίτερα όταν είναι γραμμένα από μία γυναίκα που δηλώνει ανοιχτά ότι είναι λεσβία.
Μένοντας στα βιογραφικά, η Γουίντερσον επίσης μεγάλωσε με δύο θετούς γονείς που ήταν ευαγγελικοί και συγκεκριμένα αφοσιωμένοι Πεντηκοστιανοί. Αναπόφευκτα λοιπόν μέσα στο διήγημα υπάρχει και η Κλερ. Είναι το μόνο πρόσωπο που το συναντούμε με το ίδιο όνομα και στις δύο παράλληλες ιστορίες. Στην μία ιστορία είναι η ερωμένη του Λόρδου Μπάιρον. Στην άλλη είναι η βοηθός του Ρον. Και στις δύο περιπτώσεις η Κλερ είναι μία μονοδιάστατη, αβαθής, αφελής γυναίκα και στη δεύτερη ιστορία είναι επίσης μια θρησκευόμενη Ευαγγελική πιστή. Σίγουρα δεν είναι το πρόσωπο με το οποίο θέλεις να ταυτιστείς. Κι όμως στο τέλος της ημέρας είναι αυτή που κατά τη γνώμη μου λέει κάτι που πιστεύω ότι θα άξιζε να το ακούσουμε προσεκτικά: “ο Θεός μας έκανε αυτό που είμαστε και δεν θα έπρεπε να παίζουμε με αυτό” (287)