Skip to main content

Ο σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς δεν χρειάζεται συστάσεις για όσους αγαπούν τον κινηματογράφο. Στη δύση μιας πλούσιας καριέρας,  αντί να κολλάει απλά ένσημα όπως άλλοι, μας κάνει δώρο αυτήν την ταινία- ωδή στην απλότητα, την ηρεμία, την ομορφιά και την αξιοπρέπεια μιας ταπεινής  ζωής. 

Μας βάζει, λοιπόν, να παρακολουθήσουμε την καθημερινότητα του πρωταγωνιστή του, Hirayama, η οποία είναι ο ορισμός της ρουτίνας. Στο πρώτο μισό της ταινίας τον βλέπουμε να ξυπνάει κάθε πρωί, να τακτοποιεί το λιτό διαμέρισμα του, να φροντίζει τα φυτά του, να βουρτσίζει τα δόντια και να κουρεύει το μουστάκι του, να χαμογελά στον ουρανό, να παίρνει καφέ από το διπλανό αυτόματο μηχάνημα και να πηγαίνει στη δουλειά του οδηγώντας ένα μικρό βαν στους δρόμους της πόλης και απολαμβάνοντας την μουσική του από παλιές κασέτες. Δουλεύει ως καθαριστής στις δημόσιες τουαλέτες του Τόκυο, οι οποίες είναι καλλιτεχνικά κομψοτεχνήματα, -η μια καλύτερη από την άλλη- παρόλα αυτά χρειάζονται καθάρισμα. Στο διάλειμμα του γευματίζει σε ένα κήπο και φωτογραφίζει με μια παλιά κάμερα εικόνες από δέντρα που αφήνουν το φως να διαπερνά τα κλαδιά τους. Όταν τελειώσει τη δουλειά θα γευματίσει στο ίδιο κάθε φορά εστιατόριο, θα κάνει μπάνιο στα ίδια δημόσια λουτρά και όταν φτάσει πια η ώρα να επιστρέψει στο σπίτι, θα διαβάσει για λίγο το βιβλίο του και θα κοιμηθεί. Και την επόμενη ημέρα θα ξυπνήσει και θα κάνει τα ίδια πράγματα, με ελάχιστες παραλλαγές. Μόνο τα  Σαββατοκύριακα  επιτρέπει στον εαυτό του την απόλαυση ενός διαφορετικού γεύματος σε ένα μπαρ, στο οποίο η ιδιοκτήτρια ενίοτε δίνει την ευκαιρία στους θαμώνες της να την ακούσουν να τραγουδάει μια γιαπωνέζικη εκδοχή του House of the Rising Sun. 

Λιγομίλητος αλλά πάντα χαμογελαστός, ζει μια λιτή ζωή, ακολουθώντας μικρά τελετουργικά. Ωστόσο, ενώ είναι τόσο προσεκτικός να διατηρήσει το ίδιο ρυθμό μέσα στην ημέρα, αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον του και αφήνει τον εαυτό του να επηρεαστεί από όσα μικρά ή μεγάλα συμβαίνουν γύρω του (τη συμπεριφορά του συναδέλφου του καθαριστή, έναν άστεγο στο πάρκο, την άφιξη της ανιψιάς του που το έσκασε από το σπίτι). Έτσι αφήνει και εμάς να δούμε στοιχεία του χαρακτήρα του και να μάθουμε κάποια πράγματα για αυτόν (πχ στη συνάντηση με την αδελφή του για πρώτη φορά αισθανόμαστε ότι υπάρχει μια εκκρεμότητα από το παρελθόν και μια συνειδητή απόφαση αλλαγής τρόπου ζωής). Όμως τα ερωτηματικά που γεννιούνται ποτέ δεν απαντώνται, ούτε υπάρχει κάποιου είδους δραματική εξέλιξη στην ιστορία. Η καθημερινότητα συνεχίζεται κανονικά…

Η ταινία, όπως καταλαβαίνετε, δεν έχει πολλή δράση. Τί είναι αυτό, άραγε, που συγκίνησε τόσους θεατές, την έκανε να ξεχωρίσει και να λάβει τόσες υποψηφιότητες για βραβεία στα διεθνή φεστιβάλ?  Είναι, νομίζω, επειδή έχει κάτι να πει στον σύγχρονο άνθρωπο, επειδή μας δείχνει -χωρίς να μας κουνάει επικριτικά το δάχτυλο- κάτι όμορφο που πάει σιγά σιγά να χαθεί.           

Υπάρχουν, σίγουρα, αρκετά επίπεδα ανάγνωσης. Κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει την αντίθεση μεταξύ του φρενήρους τρόπου ζωής στο πολύβουο Τόκυο και της ηρεμίας που μπορεί να χαρίσει η παύση και η παρατήρηση του τι πραγματικά συμβαίνει γύρω μας εκείνη τη στιγμή, άλλος να εστιάσει στην αντίθεση μεταξύ της «ψηφιακής» και της «αναλογικής» ζωής (ο νεαρός συνάδελφος του Hirayama κολλημένος με το κινητό του, φλερτάρει και δουλεύει διεκπεραιωτικά, μόνο και μόνο για να βγάζει χρήματα για να κάνει αυτά που θεωρεί πιο ενδιαφέροντα χωρίς να είναι ποτέ ικανοποιημένος. Αντίθετα ο μεσήλικας πρωταγωνιστής μοιάζει να μπορεί να βρει χαρά και ενδιαφέρον σε όλα όσα καταπιάνεται). Άλλος θα μπορούσε να σχολιάσει την αδιαφορία της μοντέρνας κοινωνίας για το ταπεινό που θεωρείται δεδομένο (οι κάτοικοι του Τόκυο μπαινοβγαίνουν στις τουαλέτες χωρίς πολλές φορές ούτε καν να κοιτάξουν τον καθαριστή), ή το παλιό που θεωρείται ξεπερασμένο (ο συνάδελφος του υποτιμά τους τρόπους του και θα ξεπουλούσε ευχαρίστως τις παλιές κασέτες του Hirayama. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει ελπίδα συμφιλίωσης με το παρελθόν, η νεαρή κοπέλα του συναδέλφου του δίνει προσοχή στην μουσική της Patti Smith και η ανιψιά του Hirayama έχει κρατήσει την κάμερα που της είχε κάνει εκείνος δώρο παλιά). 

Όπως να δει κανείς, όμως, την ταινία, δύσκολα αποφεύγει να αναρωτηθεί: «αυτές οι ημέρες που μόλις παρακολούθησα, ήταν τελικά υπέροχες ή μίζερες/βαρετές?». Και αν συμφωνήσει με τον σκηνοθέτη ότι ήταν υπέροχες, το επόμενο λογικό βήμα, συνειδητό ή ασυνείδητο, είναι η σύγκριση μεταξύ της ζωής  που ζει και της ζωής αυτού του ανθρώπου. Ποιος άραγε, τελικά είναι πιο χαρούμενος, εκείνος ή εγώ?  

Αν έκανες και εσύ αυτήν την ερώτηση, και αποφάσισες ότι μάλλον ο πρωταγωνιστής της ταινίας φαίνεται να είναι πιο χαρούμενος, μπορείς να διδαχτείς από αυτόν και την απλή ζωή του. Ο άνθρωπος που μας παρουσιάζεται δεν είναι κάποιο είδος πνευματικού γκουρού ή στωικού φιλοσόφου. Έχει μάθει, όμως, να ζει πραγματικά τη στιγμή: «το τώρα είναι τώρα, το μετά είναι μετά». Η εσωτερική του ηρεμία, μπορεί να ταράζεται ενίοτε, αλλά είναι ουσιαστικά ελεύθερη από τις εξωτερικές συνθήκες. Δεν αναζητά την χαρά αποφεύγοντας τον πόνο και την θλίψη, δέχεται ό,τι και αν έρθει στον δρόμο του, καλό ή κακό, όμορφο ή  άσχημο, χωρίς λόγια. Επειδή, στην τελική δεν χρειάζονται πολλά λόγια, γκρίνια και αναλύσεις. Αυτή είναι η ζωή, έχει χαρές και λύπες. Και το τώρα είναι το μόνο που έχουμε στα χέρια μας και συμβαίνει αυτή τη στιγμή, η πραγματικότητα μας καλεί να την αποδεχτούμε όπως είναι, να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για αυτήν και να ψάξουμε να βρούμε νόημα και ομορφιά στις λεπτομέρειες, σε σημεία που οι περισσότεροι, χαμένοι πίσω από οθόνες, προσπερνούν. 

Οι υπέροχες μέρες -μοιάζει να μας ψιθυρίζει- δεν είναι αυτές που περιέχουν από μόνες τους κάτι όμορφο, αλλά αυτές που εσύ μπορείς να τις κάνεις να είναι υπέροχες, κάνοντας απλά την δουλειά σου σωστά, επιλέγοντας που θα διαθέσεις τον χρόνο σου και όντας ενσυνείδητα παρών στην κάθε στιγμή. 

Tip: Τα καλά νέα είναι καταρχάς, ότι δεν χρειάζεται να καθαρίζουμε τουαλέτες για να γίνουμε ευτυχισμένοι. Μπορούμε καταρχάς να ξεκινήσουμε να κάνουμε, οτιδήποτε και αν κάνουμε, καλά. Από αυτό μπορεί κανείς να αντλήσει μεγάλη ικανοποίηση. Όμως υπάρχουν και κίνδυνοι. Αν το κάνουμε για τον εαυτό μας, ίσως καταντήσουμε ψυχαναγκαστικοί. Αν το κάνουμε για τους άλλους- σαφώς καλύτερο κίνητρο- ίσως καταλήξουμε πικραμένοι όταν οι άλλοι δεν προσέχουν τον κόπο μας και τον θεωρούν δεδομένο. Όσοι πιστεύουν στον Θεό, μπορούν στην Αγία Γραφή να βρουν ένα ακόμα υψηλότερο κίνητρο:  «παν ότι και αν πράττητε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Κύριο και ουχί εις ανθρώπους» (Προς Κολοσσαείς 3:23). Φαντάσου να κάνεις ακόμα και την πιο βαρετή δουλειά και να νοιώθεις μέσα σου τον Θεό να σου κλείνει το μάτι και να σου λέει «Μπράβο!». Ωραίο συναίσθημα δεν είναι αυτό?

Ένα άλλο μάθημα είναι σε αντίθεση με την πίεση του σύγχρονου lifestyle, να κατεβάσουμε ταχύτητα, και να απλοποιήσουμε την ζωή μας. Έτσι θα μπορέσουμε να δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας να παρατηρήσει την ομορφιά και την χάρη που είναι σκορπισμένη ολόγυρα, στην φύση, στα μικρά πράγματα που συχνά περνούν απαρατήρητα. 

Το τελευταίο δίδαγμα είναι να μάθουμε να δεχόμαστε με στωικότητα ότι έρχεται στη ζωή μας, είτε καλό είτε κακό. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Και εδώ μπορεί να ενισχύσει αυτούς που πιστεύουν η αρχαία σοφία από το βιβλίο του Ιώβ: «τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή?» (Ιώβ 2:10) αλλά και η βεβαιότητα ότι τα «πάντα συνεργούσι προς το αγαθόν, εις τους αγαπώντας τον Θεόν» (Προς Ρωμαίους 8:28). Ας σηκώσουμε, λοιπόν, τα μάτια και ας χαμογελάσουμε στον ουρανό στο ξεκίνημα μιας νέας ημέρας, κάποιος εκεί πάνω έχει τον έλεγχο..

Έxtra tip: Αυτός ο τύπος που διάλεξε ο ίδιος να ζει μια τόσο ταπεινή ζωή (κυριολεκτικά μες στα σκ..ά) υπηρετώντας αγόγγυστα ανθρώπους που τον προσπερνούν αδιάφορα χωρίς να περιμένει αναγνώριση κάποιον μου θυμίζει..

Γιώργος Λαδάς

Ψυχίατρος - Ψυχοθεραπευτής

PodcastsΑυλαία

“Ορέστεια” του Αισχύλου

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής7 Σεπτεμβρίου 2024
ΑυλαίαΒίντεο

H Καρδιά του Σκύλου

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής7 Φεβρουαρίου 2024