Skip to main content

“Θαρρείς πως έχει διάθεση τ’ άγριο βουβάλι να σε υπηρετεί;”
Με αυτόν τον στίχο από το βιβλίο του Ιώβ (39:9) ξεκινά το βιβλίο του Sebastian Barry με τίτλο “Τον καιρό του Θεού”. Υπαινίσσεται από την αρχή, αν και ακόμη ως “εν κατόπτρω αινιγματωδώς”, το θέμα του. Είναι επικίνδυνη η ψευδαίσθηση ότι κάποιος που ουσιαστικά είναι ένα άγριο βουβάλι μπορεί να σε υπηρετήσει, να σου φερθεί τρυφερά και με στοργή. Είναι τραγικό να νιώθεις ασφαλής δίπλα σε ένα θηρίο.

Sebastian Barry, Τον Καιρό του Θεού, Ίκαρος, 2024

Σε τι όμως άραγε αναφέρεται;

“Ο πάτερ Τζόζεφ Μπέρι κι ο πάτερ Θαδδαίος Μάθιους. Δύο τσακάλια μέσα σε κοτέτσι. Δύο τσακάλια που κατασπάραζαν κλωσσόπουλα. Βρωμεροί άνθρωποι, χωρίς δισταγμούς, χωρίς ενδοιασμούς, ασταμάτητοι στην κακία τους” (σελ. 194)
Σημειώστε την μεταφορά των ζώων που συνδέεται με τον στίχο από τον Ιώβ. Το μεταφορικό νήμα που σχετίζει τους κακοποιητές ιερείς με αρπαχτικά ζώα συνεχίζει μέσα στο βιβλίο.

Έχουμε λοιπόν ένα ακόμη βιβλίο από την Ιρλανδία και ταυτόχρονα ένα ακόμη βιβλίο με θέμα την κακοποίηση ανηλίκων από ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας. Μία σπαρακτική καταγγελία αλλά και απότιση τιμής και μνήμης για “όλα αυτά τα παιδιά της βρόμικης ιρλανδικής ιστορίας, που καμιά σάλπιγγα δεν ερχόταν να αναγγείλει την σωτηρία τους, καμιά αγκαλιά δεν άνοιγε να τα προστατέψει με αγάπη, κανένα χέρι δεν απλωνόταν να ξεπλύνει με καλοσύνη τις πληγές τους. Παπάδες! Καθάρματα, που είχαν πάρει στα χέρια τους την ευσέβεια και την καλοσύνη. Ευσεβείς και καλοί σαν – μα δεν υπήρχε ζώο δεν υπήρχε πράγμα δεν υπήρχε τίποτα να τους συγκρίνεις.” (268). Εδώ η μεταφορά φτάνει στο όριό της. Δεν υπάρχει ζώο για να τους συγκρίνεις με αυτό!

Το βιβλίο αυτό αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού, του Τομ και της Τζουντ που και οι δυο τους γεύθηκαν κακοποίηση από ιερείς στην παιδική τους ηλικία. Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται το αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης. Σε μία εποχή όπως η δική μας, που οι αξίες σχετικοποιούνται, το σωστό και το λάθος βάφονται στο γκρι, που η ανεκτικότητα αναδύεται ως υπέρτατη αρετή, το βιβλίο αυτό μας θυμίζει την βαθιά ριζωμένη λαχτάρα, την πείνα και τη δίψα για την απόδοση δικαιοσύνης. Υπάρχει σωστό και υπάρχει λάθος. Υπάρχουν πράγματα που δεν γίνεται να μείνουν στο σκοτάδι, να χαθούν στη σιωπή, να μείνουν ατιμώρητα.
Μέσα στο βιβλίο κοχλάζει ένα αίσθημα οργής μιας οργής που γεννιέται και θεριεύει όταν η δικαιοσύνη καταστρατηγείται και δεν αποδίδεται. Ο Τομ είναι παλαίμαχος αστυνόμος που ανακάλυψε με αποδείξεις τα εγκλήματα κακοποίησης κάποιων ιερέων. Ο προϊστάμενος του όμως “τράβηξε τη πρίζα”, και έκλεισε την υπόθεση. Το ίδιο και ο επίσκοπος στον οποίο έγινε γνωστή η καταγγελία. Και τότε η οργή πνίγει και αυτόν και τη Τζουντ. Να πως την περιγράφει:
“Οργή που δεν φανέρωσε…γιατί δεν ήταν οργή που μπορούσε να της δώσει όνομα, μορφή ή σχήμα. Δεν ήταν οργή που υπήρχε στο λεξιλόγιο του θυμού, της αγανάκτησης, της μανίας έστω. Δεν έχει διαβαθμίσεις. Δεν είχε ούτε ορισμό ούτε όρια. Ήταν καθαρή, σκέτη οργή” (194).

Το βιβλίο στον πυρήνα του θέτει ένα δύσκολο ερώτημα, ένα ηθικό δίλημμα. Πώς αντιδράς μπροστά στην αδικία, στο σκοτάδι, στην μαυρίλα ιδιαίτερα όταν αυτή συγκαλύπτεται και μένει ατιμώρητη; Πώς εκφράζεις και μέχρι που αφήνεις την οργή σου να φτάσει;
Μπορούμε να δικαιολογήσουμε ένα θύμα που αποδίδει δικαιοσύνη μόνο του; “Χωρίς να εμπιστευτεί δικαστήρια και φυλακές. Γρήγορη, άμεση απόδοση δικαιοσύνης” (268)
Μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον φόνο ενός βάναυσου θύτη “ακόμη κι αν ο άνθρωπος αυτός είχε δολοφονήσει παιδικές καρδιές; Είχε καταστρέψει τις ευτυχίες τους; Είχε λεηλατήσει τις υπάρξεις του; Είχε βιάσει τα κορμάκια τους;” (266).

Δεν θα πούμε περισσότερα για να μην προδώσουμε την πλοκή της ιστορίας. Συνειδητοποιούμε ότι έχουμε μπροστά μας μία ακόμη δύσκολη εξίσωση, ένα ακόμη ηθικό δίλημμα όμοιο με αυτό που μας έβαλε και ο Ντοστογιέφσκυ στο Έγκλημα και Τιμωρία.

Ευτυχώς στις μέρες μας μοιάζει να υπάρχει πλέον μεγαλύτερη ευαισθησία γύρω από το θέμα της κακοποίησης. Τα στόματα ανοίγουν και η κοινωνία αντιδρά.
Θα ήθελα όμως, με αφορμή το βιβλίο αυτό, να κλείσω με έναν κάπως λοξό στοχασμό.
Μπορούμε άραγε να σκεφτούμε τη ζωή μας, τον κόσμο μας, την έννοια του σωστού και του λάθους, του νοήματος και του σκοπού της ζωής χωρίς την ιδέα της “δικαιοσύνης”; Της απόλυτης και επιτακτικής ανάγκης και απαίτησης για απόδοση δικαιοσύνης; Η μη απόδοση δικαιοσύνης δημιουργεί μία εκκρεμότητα που ζητά αποκατάσταση. Το ίδιο και σε σχέση με την οργή. Είναι η οργή μόνο ή απαραίτητα ένα πρωτόγονο, χαμηλό ένστικτο ή μπορεί να είναι μία ενάρετη και υψηλή έκφραση αγάπης; Δηλαδή να αγαπάς κάτι ή κάποιον τόσο που η κακοποίηση του να γεννά οργή.
Το βιβλίο αυτό ανάμεσα στα άλλα αποκαθιστά τις έννοιες της δικαιοσύνης και της οργής και μας βοηθά να τις δούμε ως δομικά στοιχεία της ενάρετης πραγματικότητας και ενός ηθικού σύμπαντος. Γιατί όμως τα λέω αυτά; Επιτρέψτε μου να τολμήσω να μεταφέρω τη συζήτηση σε ένα άλλο επίπεδο, για αυτό και μιλώ για “λοξό στοχασμό”.
Μπορούμε άραγε να σκεφτούμε την αγάπη του Θεού αποκομμένη από την έννοια της δικαιοσύνης αλλά και της οργής; Τι Θεός θα ήταν ένας θεός που μπροστά στο θέαμα ενός παιδιού βιασμένου και κακοποιημένου δεν θα οργιζόταν και δεν θα έκρινε αποδίδοντας δικαιοσύνη. Οι έννοιες της κρίσης και της οργής, της δικαιοσύνης και της τιμωρίας συχνά απορρίπτονται από διάφορους θεολόγους και θεολογούντες ως “δικανικές”, “ψυχρές”, “νομικιστικές”. Προτιμούνται άλλες ηπιότερες και ελκυστικότερες. Κι όμως χωρίς αυτές ο Θεός δεν θα ήταν Θεός αγάπης, η ηθική δεν θα είχε στέρεη θεμελίωση και ο κόσμος μας δεν θα είχε τελικά νόημα και σκοπό. Κι όλα αυτά και πολλά άλλα μας θυμίζει ο Barry με το βιβλίο του.

Παναγιώτης Κανταρτζής

Ο Παναγιώτης Κανταρτζής είναι εμπνευστής του Τρίτου Χώρου, και Ποιμένας της Α' Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.

Βιβλίο

Tο Bookclub συζητάει το “Νόημα μέσα στο μη-νόημα”

Ομάδα Παραγωγής Τρίτου ΧώρουΟμάδα Παραγωγής Τρίτου Χώρου29 Ιανουαρίου 2025
ΒίντεοΠόλη

Συνεντεύξεις – Σχεδία

Ομάδα Παραγωγής Τρίτου ΧώρουΟμάδα Παραγωγής Τρίτου Χώρου18 Φεβρουαρίου 2024
ΑυλαίαΒίντεο

Love and Money

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής17 Ιανουαρίου 2024