Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια του Ηρωδείου· γύρω μου κόσμος. Πως άραγε θα είναι μια ακόμα
εμπειρία εδώ; Μια συναυλία σίγουρα ιντριγκαδόρικη, Διονυσίου Σαββόπουλου γαρ.
Συναυλία πολιτική, άραγε; Κι αυτό μάλλον είναι σίγουρο, αλλά με τον τρόπο που εκείνος
την εννοεί.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, θέλοντας να τιμήσει τα
πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην χώρα μας, ανάθεσε στον
Διονύση Σαββόπουλο το ρόλο του οικοδεσπότη, για μια αναδρομή σε όλη αυτή την πορεία.
Εκείνος προσκάλεσε κορυφαίους ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού, και ύφανε μια
παράσταση λόγου και μουσικής, σε συνδυασμό με το μοναδικό τρόπο που έχει να
διηγείται.
Μισός αιώνας είναι αρκετός καιρός. Σου δίνει αρκετή απόσταση απ’ τα γεγονότα, τέτοια
που να μπορείς να παρατηρήσεις και να εκτιμήσεις την πορεία σου.
Ξεκινώντας από το τίτλο και μόνο «Η Δική μας Μεταπολίτευση» γίνεται φανερή η διάθεση
του καλλιτέχνη για κάτι ζωντανό και διαδραστικό. Να παρακινήσει τον κάθε ακροατή, να
εκφράσει τη δική του ψυχή. Και σίγουρα το πέτυχε αυτό.
Σε ένα θέατρο κατάμεστο – θα έλεγες ότι φύτρωσε η πόλη μέσα του – άνθρωποι από όλους
τους χώρους, πολιτικούς και μη, με όχημα τη μουσική, έλαβαν τα μηνύματα του καλλιτέχνη
και απέδωσαν τις συνιστώσες τους. Θυμήθηκαν, συγκινήθηκαν, μίλησαν, πρότειναν,
επευφήμησαν, τραγούδησαν και δάκρυσαν. Στη δική μου αντίληψη πάντως από την πρώτη στιγμή έγινε φανερή η υπαρξιακή διάστασηπου συνυπήρχε με το ιστορικό και πολιτικό αφήγημα σε όλη την διάρκεια της συναυλίας. Νομίζω μάλιστα ότι αυτή ακριβώς η διάσταση έκανε ακόμα πιο δραστική τη βραδιά στις καρδιές του κοινού.
Το πράγμα ξεκίνησε με αυτό που είπε ο Σαββόπουλος μετά το πρώτο κομμάτι: «Κάθε
καλοκαίρι» είπε, «γίνομαι δεκαέξι δεκαεφτά. Ωστόσο.. ανεπαισθήτως πάτησα τα ογδόντα»
Αυτή η κοινή εμπειρία για το πέρασμα του χρόνου που παραδόξως δεν αγγίζει το μέσα μας,
που παραμένει στα δεκαέξι δεκαεφτά, δίνει την αντίληψη μιας διένεξης. Αυτή που
αναβοσβήνει σαν κόκκινη λυχνία ενδεικτική, κάπου στα φυλλοκάρδια μας. Που στη
καλύτερη περίπτωση μας αφήνει να αναρωτιόμαστε για το «γιατί» των πραγμάτων.
Μαζί μ’ αυτό, και μέσα στο σούρουπο που απλωνόταν λίγο πριν πέσει η νύχτα, η διαρκής
αναφορά των τραγουδιών στον «Ήλιο τον Ηλιάτορα» ήταν ένας ξεκάθαρος υπαινιγμός για
μια ελπίδα κρυμμένη, απέναντι σε ένα αίτημα για φως και δικαιοσύνη. Για ηθικές αξίες και
καθοδήγηση. Από που θα ‘ρθει όμως; Μήπως από το «ροκ του μέλλοντος μας»; Από μια
μελλοντική επανάσταση ίσως, που για κείνους που θα τη ζήσουν θα φέρει αυτά που δεν
έφερε σε εμάς;
Αν και αυτό για πολλούς φαίνεται μια καλή και ίσως η μοναδική λύση, υπάρχει ένα γεγονός
που σκοντάφτουμε. Το όριο του προσωπικού μας θανάτου, που δεν μας επιτρέπει, μέσα
στο κάδρο αυτού του ορίζοντα, να βάλουμε τους εαυτούς μας. Κι αυτό μα την αλήθεια είναι
πολύ πικρό, όσο κι αν προσπαθούμε να πιέσουμε τους εαυτούς μας να το αποδεχτούμε.
Επικαλούμαστε διάφορες δικαιολογίες και επιχρίσματα, για συλλογικό νόημα κλπ. Η
κόκκινη εκείνη λυχνία όμως, συνεχίζει να σημαίνει μια διένεξη που λαμβάνει χώρα μέσα μας, χωρίς να κατανοούμε την αιτία της. Συνεχίζει να μας χτυπά ανελέητα στο γουδί του χρόνου, κι εμείς αδυνατούμε να ξεφύγουμε από την αλήθεια που διαγράφεται κάτω από το «καλοκαιρινό σεντόνι» της φυσικής πραγματικότητας.
Στην «Ωδή για τον Καραϊσκάκη» – που ο συνθέτης εξομολογήθηκε ότι την έγραψε για τον
Τσε Γκεβάρα – ο τραγουδιστής αναρωτήθηκε χαρακτηριστικά τα εξής: «ποιος στ’ αλήθεια
είμαι εγώ και που πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό, προβολείς με τυφλώνουν και πάω,
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ». Το ερώτημα δηλαδή, το τόσο κομβικό «ποιος είμαι και
που πάω» μένει τελικά αναπάντητο. Είναι σαν να λέει: δεν ξέρω, έχω τις δικές μου εικόνες
στο μυαλό και γύρω μου προβολείς που με τυφλώνουν. Ωστόσο αυτό που μπορώ και κάνω
είναι να πάω να φιλήσω το αίμα του ήρωα το χυμένο στο χώμα. Μια ένδειξη αγάπης και
τιμής. Είναι όμως κι αυτό αρκετό;
Από το δεύτερο κιόλας τραγούδι «Για τα παιδιά στο κόμμα» εκφράζει την απογοήτευσή του
λέγοντας θέλω να σου μιλήσω με αγάπη «για κάτι που μάχεται λειψό» και στο τραγούδι
«Ο πολιτευτής» ο Σαββόπουλος, με το χαρακτηριστικό χιούμορ του, καταλήγει σε μια
προειδοποίηση στον Πολιτευτή: «στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί … θα πω, πως
τζάμπα χαραμίζει τον αγνό της ενθουσιασμό». Πενήντα χρόνια όμως δεν είναι πολλά, για να μην βρίσκουμε πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα όπως το «ποιος στ’ αλήθεια είμαι και που πάω»; Για το πως μπορώ να ελπίζω σ’έναν ήλιο που αιώνες τώρα, δεν φαίνεται να κυριαρχεί, παρά τους αγώνες και τα οράματά μου;
Μέσα στη γιορταστική διάθεση της βραδιάς, για τη δημοκρατία που ως Έλληνες την
ανακαλύψαμε, αυτήν που τελικά καταφέραμε να διατηρήσουμε στη χώρα μας για πενήντα
χρόνια ασταμάτητα, υπήρξε η παρότρυνση να συνεχίσουμε να κοιτάζουμε προς το ροκ του
μέλλοντος μέσα στα όρια της δημοκρατίας του σεβασμού και τις αγάπης.
Ωστόσο αυτός ο ειλικρινής, θαρραλέος άνθρωπος και σπουδαίος καλλιτέχνης δεν τελείωσε
εκεί.
Κάτι έμεινε σε εκκρεμότητα για να το δηλώσει στο υπέροχο τραγούδι του «Εμείς του εξήντα
οι εκδρομείς». Δεν είναι τυχαίο ότι αφαίρεσε ή άλλαξε κάποιους απ’ τους παλιούς
στοίχους. Λέει λοιπόν: «Εμείς, απόμακροι εξ αρχής, εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς, μα κι απ’ το καθεστώς αμόλυντοι, ευτυχώς». Κι αφού μέσα σε μερικές
αράδες στίχων περιγράφει με οξυδέρκεια τα κύρια σημεία όλων όσων ιστορικά
μεσολάβησαν, δηλώνει ότι τα αισθάνεται ως «απόλυτο κενό», και συμπληρώνει «Αλλού! Το
θαύμα ήταν αλλού! Εκτός κοινωνισμού, ωραίου ίσως αλλά όχι ικανού… για αγάπη απ’ την
αρχή… για πίστη τόσο απλή,… εκεί είμασταν λειψοί» και καταλήγει, «…σχεδόν ογδοήκοντα
ετών, με μπλοκ επιταγών, χωρίς κανένα αντίκρισμα, εξόν, τη γη του θησαυρού, τους τίτλους
τ’ ουρανού, το αίμα του Θεού».
Θα ήθελα να τον ρωτήσω, αλήθεια, να μου δώσει ο ίδιος την ερμηνεία των στοίχων.
Ωστόσο νομίζω ότι το «μπλοκ επιταγών χωρίς κανένα αντίκρισμα» λέει πολλά από όλα
αυτά που αναφέραμε παραπάνω.
Για μένα πάντως εάν αυτό που έχει κρατήσει στη ζωή του, ως μόνο περιεχόμενο με
αντίκρισμα, είναι «η γη του θησαυρού, οι τίτλοι του ουρανού, το αίμα του Θεού» λέει
ακόμα περισσότερα, υπέροχα και ανεκτίμητα.
Ο Ιωσήφ Κετεντζιάν, είναι βαρύτονος, μόνιμο μέλος της χορωδίας της ΕΡΤ, και απόφοιτος του Τμηματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.