Ψυχογιός, Μετ. Κατερίνα Σχινά.
“Είναι μάταιο να ανακαλείς το παρελθόν εκτός κι αν ασκεί κάποια επίδραση στο παρόν”
Με αυτό το παράθεμα από τo βιβλίο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ του Τσαρλς Ντίκενς μας υποδέχεται η Κινγσόλβερ στο βιβλίο της Ντίμον Κόπερχεντ.
Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Πρώτα από όλα όπως θα δούμε η ιστορία του “Ντίμον” είναι μία αναδιήγηση της ιστορίας του Ντίκενς, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.
Είναι λοιπόν μία “ανάκληση του παρελθόντος” με σκοπό αυτό να έχει κάποια επίδραση στο παρόν.
Ας δούμε όμως το πως η παλιά ιστορία δένει με την νέα
Το πλαίσιο, και το χρονικό και το γεωγραφικό, είναι πολύ διαφορετικό. Βρισκόμαστε στα Απαλάχια όρη εκεί που ζουν οι rednecks ή αλλιώς οι hillbillies, αυτό που θα λέγαμε εμείς “η βλαχιά”. Άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, χωρίς μόρφωση, εθισμένοι σε κάθε είδους ουσίες, με οικογένειες διαλυμένες και παιδιά που ζουν την σκληρότητα ανάδοχων οικογενειών και ενός συστήματος που τα σπρώχνει σε μια ζωή εξαθλίωσης και εξάρτησης.
Εκεί γεννιέται ο Ντίμον, ο πρωταγωνιστής και συνάμα αφηγητής της ιστορίας μας.
Εκεί μέσα βουλιάζει αλλά τελικά αναδύεται. Ο Ντίμον θα ωριμάσει, θα ενηλικιωθεί, θα ξεφύγει παρά τις παγίδες, τα εμπόδια και τις δυσκολίες που θα συναντήσει μπροστά του.
Πώς τα κατάφερε; Γιατί αυτός τα κατάφερε και όχι οι άλλοι; Είναι τελικά η ζωή μας προϊόν των περιστάσεων γύρω μας; Έχουμε ατομική ευθύνη ή είμαστε έρμαιο των συνθηκών;
Το βιβλίο ξεκινά με μία δήλωση του Ντίμον:
“Πρώτον, γεννήθηκα. Κόσμος και κοσμάκης, έτρεξε να δει, κι όπως πάντα τα περίμεναν όλα από μένα: το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς το ανέλαβα εγώ, και η μάνα μου έμεινε, ας το πούμε αμέτοχη” (σελ. 11)
Η μητέρα του Ντίμον, μια κοπέλα 18 ετών έχοντας όλες τις καλές προθέσεις, εθισμένη όμως στις ουσίες βρίσκεται πεσμένη και αναίσθητη στο πάτωμα του τροχόσπιτου της και δίπλα της μέσα στον αμνιακό σάκο ένα βρέφος που μόλις γεννήθηκε, σχεδόν από μόνο του, ο Ντίμον που μοιάζει “σαν μικρός μελανιασμένος πυγμάχος” (12) που πασχίζει να βγει έξω και να αναπνεύσει!
Έχει όμως νόημα να αγωνιστεί; Να παλέψει;
Ή μήπως όλα είναι ήδη αποφασισμένα για αυτόν; Προδιαγεγραμμένα εκ των προτέρων.
“Αν μια μάνα είναι ξαπλωμένη μέσα στα ίδια της τα κάτουρα και τα μπουκαλάκια με τα χάπια, ενώ οι άλλοι πατσίζουνε το παιδί που μόλις έχει αμολήσει από τη μήτρα της για να βάλει φωνή και να ζωντανέψει, τότε μάλλον είναι καταδικασμένο το μπάσταρδο. Παιδί που γεννιέται από πρεζόνι είναι πρεζόνι… όποιον και να ρωτήσεις, θα σου πει πως όσοι γεννιούνται σ’ αυτό τον κόσμο είναι σημαδεμένοι από την ώρα που βγήκανε στο φως, χαμένοι ή κερδισμένοι” (13)
Το διήγημα λοιπόν ξετυλίγεται αρχικά ως μία ιστορία ενός προαναγγελθέντος ναυαγίου, μίας αναπόδρασης καταστροφής. Ο Ντίμον θα έλεγες οδηγημένος από μία μοίρα ανίκητη ή από δυνάμεις που τον πολεμούν ακόμη κι από πριν να γεννηθεί πέφτει μέσα στο βούρκο της εξαθλίωσης. Και ο βούρκος αυτός δεν έχει πάτο.
Γράφει σε ένα σημείο,
“Εκείνη την εποχή πίστευα πως η ζωή μου δε θα μπορούσε να γίνει χειρότερη. Θα σας δώσω μια συμβουλή: Πατέ μην κάνετε αυτή τη σκέψη, πάντα υπάρχουν και χειρότερα” (80)
Έτσι θα μείνει ορφανός και θα περιπλανηθεί σε διάφορα σπίτια ανάδοχων οικογενειών ζώντας την εξαθλίωση, την σκληρότητα, την ανέχεια και την κακοποίηση. Θα ζήσει σε ένα σύμπαν που έπαιρνες μάρκες επιβράβευσης “αν περνούσες μία μέρα χωρίς να σε μισούν” (140).
Υπάρχει όμως ελπίδα;
Είναι η μοίρα κάτι το αναπόδραστο; Ισχύει ότι “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”;
Γιατί η μητέρα του κατάληξε εκεί που κατάληξε;
“ίσως η ζωή, το πεπρωμένο, ή ο Ιησούς, αν πραγματικά πρέπει να θεωρήσεις κάποιον υπεύθυνο για όσα συμβαίνουν να είχε τελικά πετάξει πάρα πολλές πέτρες στο δρόμο της μαμάς κι εκείνη να αποφασίσει να σταματήσει. Πρώτη πιθανότητα. Η δεύτερη να μην είχες σκοπό να πεθάνει αλλά υπολόγισε λάθος επισφραγίζοντας έτσι 29 χρόνια απανωτών λαθών ένα από τα οποία φυσικά ήμουν εγώ.” (157)
Είναι αυτή η εξήγηση ή μήπως φταίνε απλά και πάντα οι άλλοι;
Βέβαια ένα ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι “ότι ποτέ δεν ξέρεις πόσο κακό μπορεί να κρύβεται στην καρδιά των ανθρώπων, ή τι είναι ικανοί να κάνουν αν τους δοθεί η ευκαιρία” (274).
Αυτό είναι αλήθεια αλλά εξηγεί και δικαιολογεί τα πάντα;
Στον κόσμο του Ντίμον εκτός από την σκληρότητα των ανθρώπων θα συναντήσει και πολύ καλοσύνη και αγάπη και ενδιαφέρον.
Το αποκορύφωμα η κόρη του κόουτς των Generals, της ομάδας φούντμπολ του λυκείου του. Η Ανγκους θα τον αγαπήσει και στο τέλος θα την αγαπήσει κι αυτός!
Δύο σχόλια. Το ένα αφορά την εκκλησία και το άλλο τον Θεό.
Ξεκινώ με την εκκλησία.
Η εκκλησία είναι παρούσα σε διάφορα σημεία της ιστορίας. Δυστυχώς σχεδόν πάντα ως πρόβλημα και ποτέ ως λύση.
Για παράδειγμα, η γιαγιά του ανήκει σε μια εκκλησία Βαπτιστών, μια ακραία σέχτα που παίζει με φίδια πιστεύοντας ότι έτσι εκπληρώνουν αυτό που διαβάζουμε στο τέλος του ευαγγελίου του Μάρκου όπου ο Χριστός υπόσχεται στους μαθητές του ότι θα πατάνε πάνω σε φίδια χωρίς αυτά να τους αγγίζουν.
“Λέγανε πως ήταν άνθρωποι που σπάγανε στο ξύλο ο ένας τον άλλον, άντρες που μαστίγωναν με την λουρίδα τις γυναίκες τους, μανάδες που χτυπούσανε τα παιδιά με όποιο αντικείμενο είχαν εύκαιρο, ας ήταν και η Αγία γραφή. Αυτό το τελευταίο το πίστεψα γιατί ακούς συχνά τέτοια πράγματα για ανθρώπους τόσο θεοσεβείς που δαμάζουνε τα φίδια και δαμάζουν και τους δικούς τους μαυρίζοντάς τους τα μάτια.” (17)
Ακόμη και η φιλανθρωπία της εκκλησίας αντιμετωπίζεται υποτιμητικά.
Έτσι όταν η κοινωνική λειτουργός κανονίζει ο Ντίμον να λαμβάνει δωρεάν γεύματα από το σχολείο συνειδητοποιεί ότι έχει βγει “από τη λίστα για τα Σακίδια της Αγάπης επειδή οι κυρίες της εκκλησίας θεωρούσαν τώρα ότι ήμουν το πρόβλημα κάποιου άλλου” (208).
Τολμώ να πω ότι αν και πράγματι η εκκλησία πολλές φορές είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης μία τέτοια γενίκευση είναι άδικη και μονοδιάστατη. Πολλές φορές η εκκλησία έχει πάρει πρωτοβουλίες αγάπης και έχει γίνει μία αγκαλιά στοργής για τον αδύναμο. Όπως και στην Δηλητηριώδη Βίβλο της, η Κινγκσόλβερ επιλέγει να περιγράψει την εκκλησία και την Χριστιανική πίστη στην χειρότερη εκδοχή της, στήνει μία καρικατούρα, έναν στόχο εύκολο να τον καταρρίψεις.
Ας αφήσουμε όμως την εκκλησία με όλα τα προβλήματα και τις ελλείψεις της και πάμε στον Θεό. Πού είναι ο Θεός μέσα σε όλα αυτά;
Στην αρχή του βιβλίου έχουμε μία φράση κλειδί
“Όμως εγώ από γεννησιμιού μου έχαψα το παραμύθι του υπερήρωα (εδώ διορθώνουμε το ορθογραφικό λάθος – στο βιβλίο είναι γραμμένο ‘ηπερήρωα’). Μα υπήρχε τούτο το επάγγελμα στο σύμπαν του λυόμενου μας; …. Να σώσω ή να σωθώ, ιδού η απορία. Ως την τελευταία σελίδα θέλεις να πιστεύεις πως τίποτα δεν έχει τελειώσει” (13).
Ο Ντίμον της Κινγκσόλβερ επιλέγει να σώσει ο ίδιος τον εαυτό του και τα καταφέρνει και μπράβο του. Δεν επιλέγει να σωθεί. Δεν αναζητά την βοήθεια του υπερήρωα. Κι όμως, πώς θα ήταν η διαδρομή και η ζωή του εάν το είχε κάνει; Εάν όντως υπήρχε ένας “υπερήρωας” που θα μπορούσε να τον βγάλει μέσα από τον βούρκο και τα αδιέξοδα.
Σε ένα σημείο στοχάζεται και περιγράφει τον πυρήνα του ζητήματος, του προβλήματος του:
“Ήμουν φτιαγμένος για να επιθυμώ περισσότερα απ’ όσα μπορούσα να έχω” και είναι αυτή η “ασθένεια της έλλειψης” όπως την περιγράφει, είναι το να βρούμε τι μας λείπει (412).
Το πρόβλημα είναι “οι απελπισμένες επιθυμίες που δε σταματούν να σε καταδιώκουν” (403).
Έτσι ενώ “όλοι προειδοποιούν για τις κακές επιρροές, …. αυτά που θα σε καταστρέψουν είναι ήδη μέσα σου” (403).
Όλο αυτό φυσικά θυμίζει τον ιερό Αυγουστίνο και την φημισμένη φράση του “γιατί δικά σου πλάσματα είμαστε και η καρδιά μας δεν ησυχάζει όσο δεν αναπαύεται μέσα σου” (Εξομολογήσεις, Βιβλίο Πρώτο, 1.1).
Κι ο Ντίμον Κινγκσόλβερ αλλά και άλλες ιστορίες Bildungsroman (μπιλντινγκς Ρομάν) ενηλικίωσης τελικά στο πυρήνα τους έχουν αυτήν την αναζήτηση. Κι ο Ντίμον όπως και όλοι μας κάνει αναζητούμε! Τι είναι όμως αυτό που τελικά στα αλήθεια ψάχνουμε;