“Ω οι μύθοι, η παιδιάστικη αισιοδοξία της επιδιόρθωσης. Εκείνη η ελπίδα ότι ενδέχεται ένα αντικείμενο να μην φθαρεί ποτέ.”
Το βιβλίο αυτό ήρθε ξανά στην επικαιρότητα μετά την δημοσιοποίηση των 100 σημαντικότερων βιβλίων του 21ου αιώνα που διάλεξαν οι New York Times. Οι Διορθώσεις όχι μόνο ήταν μέσα στην λίστα αλλά βρίσκονταν και στην πέμπτη θέση!
Αυτό που θα πω εδώ είνα καθαρά θέμα γούστου, αλλά για μένα το καλύτερο βιβλίο του Franzen είναι τα Σταυροδρόμια. Κρατώντας κατά νου ότι αφορά μία οικογένεια ενός Διαμαρτυρόμενου ποιμένα ίσως μπορείτε να καταλάβετε το γιατί…
Ας έρθουμε όμως στις Διορθώσεις που ήταν και το βιβλίο που καθιέρωσε τον Φράνζεν.
Οι ράγες πάνω στις οποίες κινείται και εξελίσσεται η πλοκή του είναι όπως μας έχει συνηθίσει ο Φράνζεν, οι σχέσεις μέσα σε μία δυσλειτουργική οικογένεια που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εδώ έχουμε τον Άλφρεντ και την Ένιντ, τους ηλικιωμένους γονείς και τα τρία παιδιά τους, το καθένα μια ιστορία από μόνο του. Όλα αυτά διαδραματίζονται στα γεροντοκρατούμενα προάστια του Σάιντ Τζουντ στις Μεσοδυτικές πολιτείες. Ενώ κανείς λοιπόν θα περίμενε να είναι όλα ήσυχα, προβλέψιμα και υπό έλεγχο το βιβλίο ξεκινά με έναν συναγερμό να ηχεί. Είναι ο συναγερμός του άγχους (11)
Διαβάζουμε:
“ηχούσε τόσες μέρες ώστε απλώς χανόταν στο βάθος των γύρω ήχων, αν εξαιρέσουμε ορισμένες ώρες πολύ νωρίς το πρωί όταν ξυπνούσαν κάθιδροι και συνειδητοποιούσαν ότι ένα καμπανάκι ηχούσε μέσα στο κεφάλι τους όσο θυμούνταν τον εαυτό τους…” (12)
Όπως λέει στην δεύτερη πρόταση του βιβλίου. “Το αισθανόσουν: κάτι τρομερό προοιωνιζόταν” (11).
Το βιβλίο είναι τόσο πλούσιο σε πλοκή που ότι και να πούμε υπό τύπο σύνοψης θα το αδικήσουμε.
Κρατάμε μόνο το γεγονός ότι ο Άλφρεντ, ο πατέρας της οικογένειας καταρρέει από Πάρκινσον και άνοια ενώ η Ένιντ η σύζυγος του μαζί με την Ντενίζ την κόρη προσβλέπουν σε μία πρωτοποριακή θεραπεία την “ολοδιορθωτική” η οποία υποτίθεται θα “διορθώσει” τα πράγματα!
Θα εστιάσω έτσι εντελώς αυθαίρετα σε διάφορες ψηφίδες μέσα στο βιβλίο που βρήκα να έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σε έναν διάλογο της Ένιντ με την Σύλβια μίας γυναίκας που συνάντησε τυχαία σε μία κρουαζιέρα, η Σύλβια της αφηγείται την δική της τραγική ιστορία: η κόρη της δολοφονήθηκε και ο άνδρας της δεν μπορεί να το δεχτεί και να το παραδεχτεί. Μία ιστορία τραγική και χωρίς νόημα. Κι όμως η Σύλβια καταλήγει την αφήγηση της λέγοντας στην Ένιντ:
“Ίσως το ηθικό δίδαγμα αυτής της μεγάλης ιστορίας που είχες την ευγενέστατη καλοσύνη να ακούσεις να είναι ότι δεν μπορώ να σταματήσω να αναζητώ ένα ηθικό δίδαγμα στην ιστορία όσο σκληρά κι αν προσπαθώ να μην το κάνω” (384)
Αυτή είναι η βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου και είναι η ανάγκη των πρωταγωνιστών των Διορθώσεων αλλά και ημών, των αναγνωστών τους, Η αναζήτησή του νοήματος. Όμως όπως λίγο παρακάτω θα πει μάλλον ο αφηγητής, ο Φράνζεν
“ιδού ένα μαρτύριο που είχαν παραλείψει να επινοήσουν οι αρχαίοι Έλληνες που επινόησαν τα μαρτύρια του Ταντάλου και του Σίσυφου, το μαρτύριο τις κουβέρτας της αυταπάτης. Το να έχεις μια ωραία ζεστή κουβέρτα που να σκεπάζει την τυραννισμένη ψυχή αλλά ποτέ να μην την σκεπάζει ολόκληρη. Και τις νύχτες να κάνει πολύ κρύο” (386).
Η λύση για την Ένιντ και για το υπαρξιακό της άγχος τελικά θα είναι ένα αντικαταθλιπτικό χάπι μη εγκεκριμένο από τις ΗΠΑ πού όμως είναι διαθέσιμο πάνω στο κρουαζιερόπλοιο. Το όνομα του “Ασλαν”. Ο γιατρός που το γράφει δεν ξέρει από που πήρε το όνομα του. Επίτηδες ο Φράνζεν τον βάζει να λέει ανακρίβειες. Όμως μέσα στο διήγημα ήδη έγινε αναφορά στον C.S. Lewis ( αν και λανθασμένα τον αναφέρει ως Καθολικό ενώ ήταν Αγγλικανός) και στα βιβλία τα Χρονικά της Νάρνια. Ο “Ασλάν” σε αυτά είναι το λιοντάρι που συμβολίζει τον Ιησού Χριστό.
Η νέα θρησκεία όμως της εποχής μας είναι η χημεία, η ανθρώπινη δυνατότητα να παρέμβουμε στις “ιδιαίτερες χημικές συντεταγμένες του χαρακτήρα μας και τη νοοτροπίας μας” (400).
Στο πλαίσιο αυτό ο Φράνζεν μας δίνει μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κριτική μιας ξεδοντιασμένης εκκλησίας που πλέον δεν έχει κανέναν λόγο άξιο να ακουστεί.
Μπροστά στο “ευαγγέλιο” του “Ασλάν” που διακηρύττει ο γιατρός Χίμπαρντ διαβάζουμε μιας ζοφερή περιγραφή του “εκκλησιαστικού λόγου”.
“Ή Ένιντ ανησυχούσε αμυδρά μήπως η Εκκλησία έλεγε αλλά επ’αυτού [σχετικά με την ηθική της χρήσης αυτού του φαρμάκου], – κάτι σχετικά με ότι ο Χριστός είναι και ένα κομμάτι κρέας κρεμασμένο σε έναν σταυρό και συνάμα ο γιος του Θεού – αλλά τέτοια θεολογικά ζητήματα ανέκαθεν της φαίνονταν απαγορευτικά περίπλοκα και μάλιστα ο αιδεσιμότατος Άντερσον στην εκκλησία τους είχε απέραντα ευγενικό χαμόγελο και συχνά στα κηρύγματα του έλεγε ανέκδοτα, ή ανέφερε τις γελοιογραφίες του New Yorker, ή κοσμικούς συγγραφείς, όπως ο Τζον Απντάΐκ, και ποτέ δεν έκανε τίποτα που να σε αναστατώνει, φέρ’ ειπείν ότι όλοι στην ενορία είναι καταδικασμένοι, κάτι που θα ήταν παράλογο, μιας και οι πάντες στο εκκλησίασμα ήταν τόσο καλοί και ευγενικοί” (400).
Η ιδέα του φαρμάκου που θα διορθώσει τα πάντα αναφέρεται και στην περίπτωση του Αλ, που όπως ήδη είπαμε σιγά σιγά αποδομείται από το Πάρκινσον και την άνοια. Υπάρχει όμως και εδώ μία θεραπεία η “ολοδιορθωτική” που βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο αλλά μπορεί να ανατρέψει την πορεία της νόσου. Αυτή τους δίνει ελπίδα!
Υπάρχει μία δραματική σκηνή στην οποία ο Άλφρεντ βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού του εκεί που έχει το εργαστήριο του, εκεί που φτιάχνει ότι χαλάει, εκεί που διορθώνει ότι στραβώνει. Πιάνουν τα χέρια του!
Έχει μπροστά του τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που μια ανάβουν μια δεν ανάβουν. Αυτή την φορά όσο κι αν προσπαθεί να τα διορθώσει η αρρώστια και η φθορά τον έχουν νικήσει
Δεν τα καταφέρνει και τότε διαβάζουμε
“Ω οι μύθοι, η παιδιάστικη αισιοδοξία της επιδιόρθωσης. Εκείνη η ελπίδα ότι ενδέχεται ένα αντικείμενο να μην φθαρεί ποτέ. Η ανόητη πίστη ότι πάντα θα υπάρχει ένα μέλλον στο οποίο αυτός ο Άλφρεντ όχι μόνο θα ήταν ζωντανός αλλά και θα διέθετε επαρκή ενέργεια για να κάνει επιδιορθώσεις. Η σιωπηλή πεποίθηση ότι όλη του η φειδώ και όλο του το πάθος να διατηρεί και να συντηρεί τα πράγματα είχαν κάποιο νόημα, θα δικαιωνόταν αργότερα ότι κάποια μέρα θα ξυπνούσε και θα είχε μεταμορφωθεί σε έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο με απεριόριστη ενέργεια και απεριόριστο χρόνο να φροντίζει όλα τα αντικείμενα που είχε σώσει να τα βάλει να λειτουργήσουν πάλι να τα κρατήσει όλα μαζί. “Θα ‘πρεπε να τα πετάξω στα σκουπίδια όλα αυτά τα αναθεματισμένο πράγματα είπε δυνατά” (573)
Υπάρχει όμως άλλη επιλογή;
Είναι οι μόνες μας επιλογές είτε η αισιοδοξία της επιδιόρθωσης, είτε η απόλυτη ακύρωση;
Είναι η ύπαρξη μας στα χέρια μας και την ορίζουμε, την συντηρούμε και την φτιάχνουμε ή διαφορετικά είναι για τα σκουπίδια;
Για τον Φράνζεν το μόνο που τελικά κρατά τον Αλ είναι “η σοφία της επιβίωσης” (574), το ένστικτο. Αρκεί όμως; Και που πάει το “ηθικό δίδαγμα”, το νόημα;
Διαβάζουμε παρακάτω:
“υπήρχε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που εξακολουθούσε να θέλει να το απαντήσει. Ερχόταν τα παιδιά του, οι κάρι και η Ντενίζ, έως και ο Τσιπ ο διανοούμενος γιος του. Ήταν πιθανόν ο Τσιπ εάν ερχόταν να μπορούσε να δώσει την απάντηση στο σημαντικό ερώτημα.
Και το ερώτημα ήταν:
Το ερώτημα ήταν:” (575)
Από την μια λοιπόν η ανάγκη η ιστορία μας να έχει ηθικό δίδαγμα και από την άλλη η απόλυτη απώλεια του νοήματος, το να μην θυμάσαι καν ποιο είναι το ερώτημα….
Τολμώ να πω ότι αξίζει να σκεφτούμε ότι μπροστά στο δίλημμα όπου από την μία εγώ μπορώ να φτιάξω τη ζωή μου και από την άλλη η ζωή μου είναι για τα σκουπίδια ίσως να υπάρχει κι άλλη λύση πέρα από αυτήν της συντήρησης και της επιβίωσης.
Ίσως αν η εκκλησία αντί να λέει κοινοτοπίες και γενικότητες μιλούσε για την ελπίδα της Ανάστασης και έδειχνε προς τον “Ασλάν”, τον Αναστημένο Χριστό όπως μας τον περιέγραψε ο C.S. Lewis, αυτόν που δεν είναι ένα οικόσιτο κατοικίδιο που είτε μας εξυπηρετεί, είτε απλά μας ψυχαγωγεί αλλά είναι ένα λιοντάρι που δεν είναι ασφαλές αλλά είναι καλό, που μας προκαλεί δέος με τη δύναμη του αλλά και σιγουριά με την καλοσύνη του, τότε ίσως να βλέπαμε τη ζωή και το μέλλον αλλιώς.