Skip to main content

Hannah Kent, Λατρεία (Devotion), μετ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος

Η Hannah Kent είναι μία ικανή συγγραφέας. Γνωρίζοντας την από το βιβλίο της Έθιμα Ταφής ήμουν προετοιμασμένος για ένα βιβλίο που θα είχε ως καμβά γεγονότα παρμένα από πραγματικές ιστορικές συνθήκες. 

Μία κοινότητα Παλαιολουθηρανών αντιδρούν στην απόφαση του βασιλιά της Πρωσίας κάπου στο 1830 να ενώσει την Λουθηρανική και την Αναμορφωμένη (Καλβινιστική) εκκλησία. Αυτή η ένωση είναι σκάνδαλο και ανοσιούργημα για κάποιους που μένουν πιστοί στο Λουθηρανικό δόγμα και τυπικό. Αυτοί εκδιώκονται και ζουν απομονωμένοι μέχρι που καταφέρνουν να μεταναστεύσουν μέσα από ένα μακρύ, οδυνηρό και σκληρό ταξίδι στην Αυστραλία. Εκεί θα προσπαθήσουν να κάνουν μια νέα αρχή ζώντας με ελευθερία της πίστη τους. 

Η θρησκευτική εμπειρία μιας τέτοιας κοινότητας, δηλαδή μιας κοινότητας με χαρακτηριστικά cult, σέκτας, η οποία νιώθει και είναι κυνηγημένη, φονταμενταλιστική, καχύποπτη, άχρωμη και άοσμη συνθέτει ένα ζοφερό και ασφυκτικό background το οποίο αξιοποιεί η Kent για να πει την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί, στην παραγματικότητα να αντιπαραβάλει. 

Η ιστορία είναι η φιλία που εκτυλίσσεται σε έλξη και ρομαντική queer αγάπη ανάμεσα στην Χάνα και την Τέα. Κόρες δύο οικογενειών της κοινότητας. 

Η πρωταγωνίστρια είναι η Χάνα που είναι και η αφηγήτρια. Ετοιμαστείτε για ένα spoiler. Η Χάνα πεθαίνει σχεδόν στην μέση του διηγήματος από μια αρρώστια που κόλησε κατά τη διάρκεια του εξάμηνου ταξιδιού στην θάλασσα. Από εκεί και μετά συνεχίζει την αφήγηση τώρα πια όμως ως πεθαμένη. Αν και πεθαμένη όμως συνεχίζει να είναι είναι παρούσα χωρίς όμως οι άλλοι να την αντιλαμβάνονται, κάτι δηλαδή σαν την ταινία Ghost. Μάλλον το μήνυμα είναι ότι η αγάπη είναι πιο δυνατή και από τον θάνατο. Αυτήν την λαχτάρα για μια αγάπη που νικά τον θάνατο, που συνεχίζει την ύπαρξη και μετά το βιολογικό τέλος αναδεικνύει στο έργο του ο Luc Ferry. Για αυτόν, το πρόβλημα του θανάτου είναι πρόβλημα γιατί συνδέεται με τον βαθύ πόθο της αγάπης.

Στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης υπάρχει μια σύγκρουση, μία αντίφαση. Από την μία έχουμε την αγάπη που μας σπρώχνει να δημιουργούμε σχέσεις και από την άλλη τον θάνατο που επιβάλλει έναν αβάσταχτο (επειδή είναι μη αναστρέψιμος) χωρισμό….. Από την μια η αγάπη που ενώνει και από την άλλη ο θάνατος που χωρίζει… 

Αυτή την ένταση περιγράφει εκπληκτικά ο ανατόμος της ψυχής και γνωστός θεολόγος και πατέρας της εκκλησίας, ο ιερός Αυγουστίνος όταν μιλά για τον θάνατο ενός στενού φίλου του: “Αν η αγάπη μου για αυτόν ήταν μεγάλη άλλο τόσο μεγάλος ήταν κι ο φόβος και το μίσος μου για το θάνατο που μου τον άρπαξε” (4.6) Και αλλού: “Γιατί αν ο πόνος είχε φωλιάσει τόσο εύκολα και τόσο βαθιά στην καρδιά μου ήταν επειδή είχα σκορπίσει την ψυχή μου στην άμμο αφού αγάπησα έναν άνθρωπο θνητό σαν να ήταν αθάνατος” (4.9)

Βαθιά μέσα μας λοιπόν θα ευχόμασταν ότι αυτό που περιγράφει ως μυθοπλασία η Kent ισχύει στην πραγματικότητα. Υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο…

Πώς όμως και με ποιες προϋποθέσεις; 

Μόνο για αυτούς που αγαπήθηκαν ή αγάπησαν;

Η γραφή της Kent και το βιβλίο αν και θέτει το ερώτημα τελικά δεν πείθει καθώς μένει μόνο στο ρομαντικό πεδίο. 

Θα εστιάσω όμως αλλού. Η Kent με τρόπο γλαφυρό και παραστατικό περιγράφει έναν χριστιανισμό απωθητικό και καταπιεστικό. Στεγνό και αποπνιχτηκό. Η ζωή μέσα στο χριστιανικό σπίτι της Χάνα ήταν γεμάτη με κανόνες, με προδιαγραμμένους ρόλους και με απόλυτες βεβαιότητες. Όταν γνωρίζει τους γονείς της Τέα που αν και Παλαιολουθηρανοί είναι πιο ανοιχτοί και ανθρώπινοι η Χάνα σχολιάζει

“Η Αννα Μαρία με αγκάλιαζε πιο συχνά από ότι η ίδια μου η μάνα, κι όταν άκουγα τον Φρίντριχ να κουβεντιάζει με την κόρη του, ευχόμουν να έδειχνε κι ο δικός μου πατέρας το ίδιο ενδιαφέρον για μένα, να μου μιλούσε με τα δικά του λόγια κι όχι με τα δανεικά λόγια του Θεού” και συνεχίζει “το δικό μας τραπέζι δεν ήταν το μέρος όπου μαζευόμασταν για να είμαστε μαζί. Λίγο λίγο είχε μετατραπεί σε άμβωνα…” (84). 

Η θρησκευτικότητά τους τους σκλήραινε, τους έκλεβε την ανθρωπιά. Από την άλλη στο σπιτικό της Τέας η Χάνα νιώθει ελεύθερη να γλείψει με τα δάχτυλα τ’ απομεινάρια της σούπας από το πιάτο. Η Τέα σχολιάζει “Η καλή όρεξη δεν είναι ντροπή”. Και οι γονείς κουνούν τα κεφάλια τους συμφωνώντας. Στο Αγγλικό ““There is no shame in appetite”. Και αυτό φυσικά είναι στην καρδιά της queer ιδεολογίας. Μέσα στο αφήγημα του βιβλίου ακούγεται πράγματι απελευθερωτικό! Αν όμως το σκεφτούμε ως δομικό και προγραμματικό πρόταγμα, αν δηλαδή η ηθική ακολουθεί την επιθυμία τότε ελπίζω να καταλαβαίνουμε τις εφιαλτικές προεκτάσεις που μπορεί αυτό να πάρει. 

Η Χάνα, μετά το θάνατο της διατυπώνει μία αντί-ομολογία πίστης. Μας εξηγεί το πώς η πίστη της κλονίστηκε και έσβησε. 

Είναι πραγματικά συγκλονιστική η περιγραφή της Kent. Προδίδει ότι μάλλον μιλάει αυτοβιογραφικά. Ξέρει για τι πράγμα μιλάει:

Διαβάζουμε

Ο συνδετικός ιστός που κρατούσε ενωμένα τα κόκκαλα της ζωής μου, την οικογένεια μου, τη δουλειά μου, τις εποχές που είχα περάσει μεγαλώνοντας, ήταν πάντα ο Θεός. Η Βίβλος ήταν οι χόνδροι στις αρθρώσεις μου. Η προσευχή οι μύες και οι τένοντες. Ποτέ δεν αμφισβήτησα τα λόγια του πατέρα μου, ήταν πέρα για πέρα αληθινά, όταν μου έλεγε πως η αγάπη του Χριστού ήταν η λύτρωση μου. (279)

Και παρακάτω συνεχίζει

Είχα μεγαλώσει με την πίστη που δεν κλονίζεται, δεν αμφιβάλλει. Ο Θεός ήταν κομμάτι της ύπαρξης μου, σαν το μεδούλι μέσα στα κόκκαλα μου. Και όταν διαπίστωσα πως τα κόκκαλα μου ήταν άδεια, αυλοί που οι νότες τους δεν ταίριαζαν με καμία από τις αρμονίες που έψελνα στην εκκλησία, με συγκλόνισε απερίγραπτος τρόμος… (281).

Ένα σχόλιο που θα ήθελα να κάνω είναι ότι δυστυχώς αυτό που εγκατέλειψε δεν ήταν ο γνήσιος και αληθινός χριστιανισμός. Απέρριψε – κάνοντας πολύ καλά – μία καρικατούρα του, ένα κακέκτυπο του. 

Είναι όμως η σέχτα μέσα στην οποία μεγάλωσε η αυθεντική έκφραση της πίστης του Χριστού; 

Δυστυχώς πολλοί απορρίπτουμε τον Χριστιανισμό χωρίς ποτέ πραγματικά να τον γνωρίσουμε….

Αν και μπορώ να ταυτιστώ με την Χάνα και την εξέλιξη της ταυτόχρονα χρειάζομαι κάτι περισσότερο από μία ρομαντική αγάπη – στρέιιτ ή queer – για να βγάλω ο κόσμος, η ζωή και ο θάνατος, το παρόν και το μέλλον νόημα!

Παναγιώτης Κανταρτζής

Ο Παναγιώτης Κανταρτζής είναι εμπνευστής του Τρίτου Χώρου, και Ποιμένας της Α' Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.

ΑυλαίαΒίντεο

H Καρδιά του Σκύλου

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής7 Φεβρουαρίου 2024
Βιβλίο

Tο Bookclub συζητάει το “Νόημα μέσα στο μη-νόημα”

Ομάδα Παραγωγής Τρίτου ΧώρουΟμάδα Παραγωγής Τρίτου Χώρου29 Ιανουαρίου 2025