Skip to main content

Ιστορικό αφήγημα, ναυτική περιπέτεια ή φιλοσοφική πραγματεία; Τίποτα από τα τρία ή, καλύτερα, και τα τρία μαζί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ντέιβιντ Γκραν (David Grann), συγγραφέας και ερευνητής δημοσιογράφος στο περιοδικό “The New Yorker”, κατάφερε να γράψει ένα από τα πιο συνταρακτικά τεκμηριογραφικά βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ, χωρίς να κάνει χρήση -και αυτό είναι το εκπληκτικό- του παραμικρού ίχνους μυθοπλασίας.

Ο λόγος για το βιβλίο «Γουέιτζερ. Ναυάγιο, ανταρσία, φόνος» (πρωτότυπος τίτλος: “The Wager: A Tale of Shipwreck, Mutiny and Murder”), που κυκλοφόρησε το 2023 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα. Δεν περιμέναμε βέβαια κάτι διαφορετικό από τον συγγραφέα του βιβλίου «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» (“Killers of the Flower Moon”). Το σπουδαίο αυτό έργο, μαζί με παλιότερα βιβλία του συγγραφέα (“The Lost City of Z”, “The White Darkness”, “The Devil and Sherlock Holmes”), συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα για το πόσο περίτεχνα χειρίζεται ο Γκραν τη συγκεκριμένη φόρμα που συνδυάζει λογοτεχνική δημοσιογραφία και αστυνομικό μυστήριο. Και δεν υπήρχε αμφιβολία για το πόσο αριστουργηματικά θα μας παρέδιδε την πραγματική ιστορία του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ, του θρυλικότερου ίσως ναυαγίου στον κόσμο μέχρι το ναυάγιο του Τιτανικού.

Όσοι/ες έχουν ασχοληθεί συστηματικά με την έρευνα και τη μελέτη της ιστορίας, γνωρίζουν καλά ότι η ίδια η πραγματικότητα (η ζωή και η δράση πραγματικών ανθρώπων πάνω σε αυτήν τη μικροσκοπική κουκίδα του σύμπαντος που ονομάζεται Γη -ή και έξω από αυτήν) δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από την πιο ευφάνταστη μυθοπλασία, την οποία άλλωστε φροντίζει να τροφοδοτεί αενάως.

Σε αυτό το συμπέρασμα πρέπει να κατέληξε ο Ντέιβιντ Γκραν περνώντας πολλά χρόνια, όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του, «χτενίζοντας τα αρχειακά συντρίμμια: ξεβρασμένα ημερολόγια πλοίων, μουχλιασμένες επιστολές, προσωπικά ημερολόγια γεμάτα μισές αλήθειες, τα σωζόμενα πρακτικά της αγχώδους δίκης στο ναυτοδικείο. Κυρίως όμως μελέτησα τις δημοσιευμένες μαρτυρίες των εμπλεκομένων στην υπόθεση, οι οποίοι υπήρξαν όχι μόνο μάρτυρες των γεγονότων αλλά και αυτουργοί».

Δυο μυστηριώδεις αφίξεις

Η απίστευτη ιστορία που ανασυνθέτει ο συγγραφέας ψηφίδα την ψηφίδα, ξεκινάει να ξεδιπλώνεται στις 28 Ιανουαρίου 1742, όταν ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο με καμιά τριανταριά εξαθλιωμένους και αποστεωμένους άντρες ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Κάποιοι κάτοικοι της περιοχής τούς παρατηρούσαν αποσβολωμένοι: από πού είχαν ξεκινήσει αυτοί οι δόλιοι και πώς βρέθηκαν εκεί; Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, αποτελούσαν ένα μικρό μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας που είχε επιζήσει από ένα ναυάγιο -το ναυάγιο του βρετανικού Γουέιτζερ- σε ένα ερημονήσι στα ανοιχτά της Παταγονίας. (Το Γουέιτζερ είχε θεαθεί τελευταία φορά 283 ημέρες πριν από την άφιξη των ναυαγών και όλοι θεωρούσαν ότι είχε βυθιστεί αύτανδρο, χωρίς επιζώντες.) Η πλειονότητα των αξιωματικών και των μελών του πληρώματος είχε ήδη χαθεί. Όμως, 81 άνδρες που επέζησαν του ναυαγίου είχαν καταφέρει να φύγουν από το νησί στριμωγμένοι σε ένα αυτοσχέδιο σκαρί, κατασκευασμένο εν μέρει από τα συντρίμμια του ναυαγισμένου πλοίου.

Κατά τη διάρκεια αυτού του ανελέητου και εξοντωτικού ταξιδιού που διήρκεσε τρεισήμισι μήνες και διένυσε σχεδόν 3.000 ναυτικά μίλια μέσα από τεράστια κύματα, τρομερούς ανέμους, χιονοθύελλες και σεισμούς, πέθαναν πάνω από 50 άντρες. Οι περίπου τριάντα που κατάφεραν να φτάσουν στις ακτές της Βραζιλίας ζωντανοί, αντιμετωπίστηκαν στην Αγγλία σαν ήρωες. Στα πρόσωπά τους εξυμνήθηκε η ανδρεία και η επινοητικότητα, καθώς και το μεγαλείο της ανθρώπινης θέλησης που, με μόνο εφόδιο την ελπίδα, μοιάζει να υπερβαίνει ανυπέρβλητες κακουχίες.

Η ιστορία θα τελείωνε εδώ αν, έξι μήνες αργότερα, ένα άλλο, πολύ μικρότερο σκάφος, δεν ξεβραζόταν στις νοτιοδυτικές ακτές της Χιλής εν μέσω χιονοθύελλας. Οι τρεις επιζήσαντες του σκάφους ήταν σε ακόμα πιο άθλια κατάσταση: «ήταν ημίγυμνοι και αποσκελετωμένοι· σμήνη εντόμων γυρόφερναν το κορμί τους, τσιμπολογώντας ό,τι απέμενε από τη σάρκα τους. Ένας απ’ όλους ήταν σε κατάσταση παραληρηματική…» (σ. 17). Ισχυρίζονταν και αυτοί ότι ήταν επιζήσαντες του Γουέιτζερ.

Όταν αυτοί οι άντρες ανέρρωσαν και μετά από διάφορες περιπέτειες επέστρεψαν στην Αγγλία, οι μαρτυρίες τους έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις αφηγήσεις των ναυτών που είχαν ξεβραστεί στη Βραζιλία. Συγκεκριμένα εξαπέλυσαν εναντίον των συντρόφων τους μια σφοδρή κατηγορία: δεν ήταν ήρωες, αλλά στασιαστές!

Για τον πλούτο του κόσμου

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Και ας μεταφερθούμε λίγο πιο πίσω, στον Ιανουάριο του 1740, όταν η Βρετανική αυτοκρατορία ετοιμαζόταν για πόλεμο εναντίον της αντίπαλης αυτοκρατορίας, της Ισπανίας. Η διένεξη αυτή εντασσόταν στον ευρύτερο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων με στόχο την επέκταση των αυτοκρατοριών τους στον Νέο Κόσμο. Στις αρχές του 18ου αιώνα οι μηχανές της ανερχόμενης αποικιοκρατίας δούλευαν στο φουλ και καθεμιά από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπαθούσε να κατακτήσει, να ελέγξει και να εκμεταλλευτεί στο έπακρο ολοένα και μεγαλύτερες περιοχές του πλανήτη, απομυζώντας τους πολύτιμους φυσικούς πόρους και αρπάζοντας τον πλούτο άλλων λαών. Το κόστος που πλήρωσαν αμέτρητοι αυτόχθονες πληθυσμοί, κατά τη διαδικασία ανάπτυξης του πρώιμου καπιταλισμού, ήταν καταστροφικό -ενώ την ίδια περίοδο ήταν στα φόρτε του και το διατλαντικό δουλεμπόριο από την Αφρική, η άλλη εκείνη προσοδοφόρα «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής οικονομίας. Κυρίαρχη αυτοκρατορία στη Λατινική Αμερική, από τις αρχές του 16ου αιώνα, ήταν η Ισπανία. Όμως και η Μεγάλη Βρετανία, διαθέτοντας αποικίες κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Βόρειας Αμερικής, βρισκόταν πλέον σε ανοδική πορεία και ήταν αποφασισμένη να πλήξει την ισπανική κυριαρχία.

Το 1738, μια ασήμαντη αφορμή (το περιβόητο… «αυτί του Τζέκινς») είχε αποτελέσει το πρόσχημα για την οργάνωση της μεγαλύτερης αμφίβιας επίθεσης της ιστορίας: της επίθεσης ενός στόλου 186 βρετανικών πλοίων στην Καρταχένα της Καραϊβικής, από όπου μεταφερόταν στην Ισπανία το ασήμι που εξορυσσόταν στα ορυχεία του Περού.

Μια πολύ μικρότερη αλλά παράτολμη επιχείρηση ανατέθηκε παράλληλα σε έναν στολίσκο πέντε πολεμικών πλοίων και ενός ανιχνευτικού σκάφους. Σύμφωνα με αυτήν, ο στολίσκος, με ναυαρχίδα το Σεντούριον υπό την ηγεσία του αρχιπλοιάρχου Τζορτζ Άνσον, ο οποίος είχε κάτω από τις διαταγές του δύο χιλιάδες άντρες, θα περνούσε από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό Ωκεανό παραπλέοντας το Ακρωτήριο Χορν, ενώ παράλληλα θα λεηλατούσε και θα κατέστρεφε εχθρικά πλοία με σκοπό να αποδυναμώσει τις ισπανικές κτήσεις στον Ειρηνικό. Εντούτοις, η επιχείρηση δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια περίπτωση κρατικά οργανωμένης πειρατείας, καθώς το εγχείρημα αποσκοπούσε επί της ουσίας στην αρπαγή ενός ισπανικού γαλιονιού φορτωμένου με έναν πολύτιμο θησαυρό ασημιού.

Ο στολίσκος αναχώρησε με πολύμηνη καθυστέρηση από το Πόρτσμουθ της Αγγλίας στις 23 Αυγούστου 1740. Σε αυτόν είχε μόλις ενταχθεί το Γουέιτζερ: ένα φαρδύ και δυσκίνητο πρώην εμπορικό πλοίο, το οποίο, ελλείψει πολεμικών σκαφών, είχε αγοραστεί και μετασκευαστεί όπως-όπως από το Ναυτικό για τις ανάγκες του πολέμου. Αν ο Άνσον και οι άντρες του κατάφερναν να αρπάξουν την «ποθητή λεία» του γαλιονιού, θα συνέχιζαν τον περίπλου της Γης και θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Σε αντίθετη περίπτωση, κυρίως αν οι σκοποί της αποστολής διέρρεαν στους αντιπάλους της, υπήρχε κίνδυνος για τον στολίσκο να συναντήσει τη μεγάλη ισπανική αρμάδα υπό τον Δον Χοσέ Πιθάρρο και να καταστραφεί. «Σαν πιόνια σ’ ένα φονικό πλωτό σκάκι», όπως εύστοχα αποκαλεί ο Γκραν τα πλωτά ξύλινα κάστρα (σ. 32), τα οποία έκριναν το ποιος θα διαφέντευε το παγκόσμιο εμπόριο και τα πλούτη του κόσμου μέσω της θαλάσσιας κυριαρχίας.

Η σύνθεση των επιβαινόντων του στολίσκου αποδεικνύει τις πλημμελείς οργανωτικές ικανότητες και τις εγγενείς αδυναμίες των κυβερνώντων να επανδρώσουν τα πλοία τους, καθώς σε αυτά επιβιβάζονταν άνθρωποι ανεπαρκείς και ανεκπαίδευτοι για τέτοιου είδους δύσκολες αποστολές, ανάμεσα στους οποίους τυχοδιώκτες, αλλά και δεκάδες απαχθέντες, βιαίως ναυτολογημένοι.

Ο Γκραν περιγράφει αυτόν τον «ξύλινο κόσμο» σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας με τις κλασικές συμβάσεις και τις εύθραυστες σχέσεις εξουσίας και υποτέλειας, ενώ αφιερώνει από ένα κεφάλαιο για να σκιαγραφήσει με μαεστρία τα πορτρέτα των πρωταγωνιστών του, όπως του τυπολάτρη πλοιάρχου Ντέιβιντ Τσιπ, του φιλόδοξου αρχιπυροβολητή Τζων Μπάλκλεϋ, αλλά και του 16χρονου ρομαντικού αριστοκράτη Τζων Μπάυρον (προγόνου του φιλέλληνα Λόρδου Τζορτζ Μπάυρον, που συμμετείχε στον αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας).


Οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες θα συμπονέσουν τους ανθρώπους που είχαν την ατυχία να ταξιδεύουν επί μήνες ολόκληρους σε συνθήκες που, στην καλύτερη περίπτωση, απέχουν έτη φωτός από τις ταξιδιωτικές εμπειρίες των ανθρώπων του 21ου αιώνα.

Ούτε λόγος να γίνεται βέβαια για τις υγειονομικές συνθήκες κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου υπερατλαντικού ταξιδιού: συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές των αναρίθμητων δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι ναύτες, καθώς δεκάδες από αυτούς έπεφταν σαν τις μύγες από τον τύφο, την ελονοσία και άλλες αρρώστιες όπως το σκορβούτο -την κατεξοχήν αρρώστια των ναυτικών και δη του 18ου αιώνα, η οποία έγινε αργότερα γνωστό ότι οφείλεται στην έλλειψη της βιταμίνης C.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου μάς επαναφέρει στο πανάρχαιο μοτίβο της πάλης του ανθρώπου με τη φύση, ένα μοτίβο που διατρέχει όλη την ιστορία της λογοτεχνίας ήδη από το Έπος του Γκιλγκαμές και την Οδύσσειας. Και αυτό γιατί το Γουέιτζερ, όταν κατάφερε να φτάσει στη Γη του Πυρός, παγιδεύτηκε για ένα μήνα σε μια απίστευτη κακοκαιρία στον Πορθμό του Ντρέικ, αυτό το τρομακτικό κομμάτι ανοιχτής θάλασσας ανάμεσα στο νότιο άκρο της νοτιοαμερικανικής ηπείρου και του βορειότερου σημείου της Ανταρκτικής, που ενώνει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό. Εκεί, στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Χορν, όπου τα ισχυρά ρεύματα, σε συνδυασμό με τους θυελλώδεις ανέμους που φτάνουν μέχρι και τα 300 χιλιόμετρα την ώρα, δημιουργούν συνθήκες αδιανόητες («Δρόμος των Πεθαμένων» αποκαλείτο από τους ναυτικούς), το δύστυχο Γουέιτζερ ήρθε αντιμέτωπο με την αναπόδραστη μοίρα του. Μετά από πολλές απώλειες και υπεράνθρωπες προσπάθειες, ο καπετάνιος Τσηπ κατάφερε να οδηγήσει το πλοίο έξω από τη δίνη του κυκλώνα, μέχρι αυτό τελικά να προσαράξει (ή μήπως να τσακιστεί;) στα βράχια ενός άγονου, ερημικού, αχαρτογράφητου και αφιλόξενου νησιού.

Διαφωτισμός και «φυσική κατάσταση»

Το τι συνέβη ανάμεσα στο ναυάγιο του Γουέιτζερ στα ανοιχτά της Παταγονίας και στην -με κάποιους μήνες διαφορά- εμφάνιση των δύο ομάδων επιζησάντων ναυαγών στη Βραζιλία και στη Χιλή, είναι το σκοτεινό κομμάτι της ιστορίας που προσπάθησε να διαλευκάνει ο Γκραν. Οι μαρτυρίες των ναυαγών, αν και αντικρουόμενες, σε ένα κοινό σημείο συνηγορούσαν: εγκλωβισμένοι στο νησί, ολομόναχοι και ξεχασμένοι από όλους, οι ναυαγοί βίωσαν καταστάσεις ακραίες, οριακές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που έθεσαν σε δοκιμασία τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτισμού.

Η, έστω εύθραυστη, κοινωνική οργάνωση και οι σχέσεις εξουσίας που ίσχυαν στο καράβι κατέρρευσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αντιμαχόμενες φατρίες. Οι στρατιωτικές ιεραρχίες είχαν βυθιστεί στον Πορθμό του Ντρέικ, προτού το Γουέιτζερ προσαράξει στα κοφτερά βράχια. Ο νόμος της ζούγκλας είχε αρχίσει να κυριαρχεί. Η τάξη, την οποία υποτίθεται ότι επέβαλλαν εκείνοι στους οποίους η υποχρέωση για την τήρησή της είχε ανατεθεί, αντικαταστάθηκε από την αταξία. Όσο επιδεινώνονταν οι συνθήκες, η αταξία οδήγησε πολύ σύντομα στην ανταρσία, στο έγκλημα και στον φόνο, ενώ σύντροφοι εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους να πεθάνουν. Σημειώθηκαν επίσης αποτροπιαστικά φαινόμενα κανιβαλισμού. «Ο άρχοντας των μυγών» του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ πραγματώθηκε σε βερσιόν ενηλίκων, σε αυτό το ξεχασμένο από τον Θεό νησί (σήμερα φέρει το όνομα Γουέιτζερ, από το ομώνυμο ναυάγιο).

Η ιστορία του Γουέιτζερ, παρότι φάνταζε ένα ναυτικό επεισόδιο στο περιθώριο ενός μεγαλύτερου πολέμου, απασχόλησε επί μήνες τον παγκόσμιο Τύπο. Επηρέασε όμως και τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού (όπως τον Ρουσσώ, τον Βολτέρο, τον Μοντεσκιέ και αργότερα τον Δαρβίνο) και πολλούς μετέπειτα συγγραφείς (μεταξύ των οποίων τους δύο μεγάλους μυθιστοριογράφους της θάλασσας, Χέρμαν Μέλβιλ και Πάτρικ Ο’Μπράιαν), οι οποίοι, συνεχίζοντας τον στοχασμό των αρχαίων Ελλήνων ηθικών φιλοσόφων, αναρωτιούνταν για το αίνιγμα του κακού και για την ανθρώπινη φύση όταν βρίσκεται εκτεθειμένη σε ακραίες συνθήκες.

Πώς γίνεται άνθρωποι της εποχής του Ορθού Λόγου, που υποτίθεται ότι είναι «φορείς πολιτισμού» και «εκπολιτιστές κατώτερων λαών», να υιοθετούν τόσο «πρωτόγονες» συμπεριφορές; Είναι ο άνθρωπος εγγενώς καλός ή κακός; «Θεραπεύεται» η ανθρώπινη θηριωδία μέσω της κοινωνικής προόδου που φέρνουν οι τέχνες, οι επιστήμες και το εμπόριο, όπως αισιόδοξα υποστήριζε ο Βολτέρος; Ή είμαστε έρμαια της φυσικής μας κατάστασης όταν εκλείπει ο εξουσιαστικός καταναγκασμός, όπως κυνικά υποστήριζε ο Χομπς; Μπορεί η διάπραξη του καλού να κινητοποιείται μόνο από κάποιον «εγωιστικό αλτρουισμό», όπως προτάσσουν ορισμένοι σύγχρονοι εξελικτικοί βιολόγοι; Ή μήπως η θεωρία περί συνεργατικής συμπεριφοράς και αλληλοβοήθειας με εγωιστικά κίνητρα που, σε τελικό σκοπό, αποβλέπει αποκλειστικά στην ευημερία του ατόμου, δεν συνιστά εγγύηση απέναντι στη διολίσθηση στη θηριώδη «φυσική κατάσταση», ιδίως σε ακραίες συνθήκες επιβίωσης όπως αυτές που περιγράφονται στις σελίδες του «Γουέιτζερ»;

Και αν δεν είναι ο ορθολογιστικός μας πολιτισμός εκείνος που μπορεί να μας προστατέψει από την ελεεινότητά μας, τι άλλο μπορεί να είναι;

Αναζητώντας την αλήθεια

Όταν επέστρεψαν στην Αγγλία, τα μέρη της κάθε ομάδας κλήθηκαν από το Ναυαρχείο να περάσουν από δίκη. Από την άλλη, δεν ήταν προς το συμφέρον του κράτους μια τέτοια δίκη να πάρει δημοσιότητα, μια και υπήρχε ο κίνδυνος να αποκαλυφθούν τα σκοτεινά μυστικά των κατηγορουμένων, όχι μόνο ως ναυτικών, αλλά και ως αποστόλων του Διαφωτισμού -απεσταλμένων μιας αυτοκρατορίας που ως διακηρυγμένο σκοπό της είχε τη διάδοση του πολιτισμού. Από τη μεριά τους, αρκετοί από τους κατηγορουμένους δημοσίευσαν τις μαρτυρίες τους -ολότελα αντιφατικές μεταξύ τους, αν και αρκούντως σκανδαλιστικές. Καθεμία από τις δύο πλευρές όμνυε στην απόλυτη αλήθεια των ισχυρισμών της, ψέγοντας τους αντιπάλους της ότι επιχειρούσαν να την αμαυρώσουν με ανυπόστατες συκοφαντίες.

Η δουλειά του Γκραν, όπως και κάθε ιστορικού και δημοσιογράφου, ήταν να επιβάλει σε όλες αυτές τις αντιθετικές πληροφορίες μια κάποια συνοχή, έναν συνεκτικό ιστό, ώστε να ξεδιαλύνει έναν πυρήνα αλήθειας στη ροή των γεγονότων. Όσο για την ακλόνητη εμμονή της κάθε ομάδας στο δικό της αφήγημα, ο Γκραν πολύ καλά κάνει και μας υπενθυμίζει ότι από τη δικαστική υπερίσχυση της μίας ή της άλλης εκδοχής θα κρινόταν ο ένοχος -και τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα.

Συμπερασματικά, το «Γουέιτζερ» είναι ένα αληθινό ναυτικό έπος του 18ου αιώνα, βασισμένο σε υποδειγματική ενδελεχή έρευνα και φιλοτεχνημένο με λογοτεχνική μαεστρία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένα διαχρονικό φιλοσοφικό σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Για αυτούς τους λόγους αξίζει να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στα λαμπρότερα βιβλία που γράφτηκαν εδώ και πολλά χρόνια.

Γιάννης Αντωνόπουλος

Σκιτσογράφος και μέλος της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων με σπουδές στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία. Εργάζεται ως δημιουργός κόμικς, ως καρικατουρίστας και ως δάσκαλος Σκίτσου-Comics για παιδιά και εφήβους. Αρθρογραφεί για όσα τον ενδιαφέρουν.

PodcastsΒιβλίο

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής3 Ιανουαρίου 2023
ΆρθραΒιβλίο

Υπερβατικό Βασίλειο

Παναγιώτης ΚανταρτζήςΠαναγιώτης Κανταρτζής30 Ιανουαρίου 2025
Άνευ

O ύμνος του δρόμου

Βιβή ΤουφεξήΒιβή Τουφεξή1 Οκτωβρίου 2024