Της Yaa Gyasi, μετάφραση Μαρίας Φακίνου, Εκδόσεις Ίκαρος.
Κοιτώντας το εξώφυλλο του βιβλίου της Yaa Gyasi βλέπουμε μια πλάτη και ένα ποντίκι. Και τα δυο σχετίζονται με κεντρικά θέματα του περιεχομένου του βιβλίου, συγκεκριμένα με την κατάθλιψη και με τον ρόλο της επιστήμης.
Ας ξεκινήσουμε με την πλάτη και την κατάθλιψη.
Το βιβλίο ξεκινά με την πρόταση, “Όποτε σκέφτομαι τη μητέρα μου, φαντάζομαι ένα διπλό κρεβάτι και εκείνη ξαπλωμένη σε αυτό, μια ασκημένη ακινησία που κατακλύζει το δωμάτιο”. Η μητέρα της Γκίφτι, της πρωταγωνίστριας του βιβλίου, πάσχει από “ανηδονία”, που όπως μας εξηγεί στο βιβλίο, “είναι ο ψυχιατρικός όρος και την ανικανότητα να αντλήσει κανείς ευχαρίστηση από πράγματα που συνήθως είναι ευχάριστα” (σελ. 264 – στο εξής θα αναφέρουμε μόνο τον αριθμό). Η μητέρα περνά τις ώρες της ξαπλωμένη στο κρεβάτι με την πλάτη γυρισμένη στην κόρη της, στον κόσμο, στη ζωή. Γράφει,
“η μητέρα μου μου είχε πάντα γυρισμένη την πλάτη. Λες και είχε έναν εσωτερικό αισθητήρα για κάθε φορά που έμπαινα στο δωμάτιο να αφήσω το κόκο” (παραδοσιακό Γκανέζικο φαγητό) (27).
Η ιστορία την οποία μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο η Γκίφτι αφορά την οικογένεια της η οποία μετανάστευσε από την Γκάνα της Αφρικής στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στον βαθύ Νότο. Ο λόγος για αυτή την μετακίνηση ήταν η επιμονή της μητέρας να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στον Νάνα, τον πρωτότοκο γιο και μεγάλο αδελφό της Γκίφτι. Η ειρωνεία της μοίρας ήταν ότι παρά τις καλές προθέσεις αυτή η μετακίνηση έφερε μόνο τραγωδία. Ο πατέρας, ο Τσιν Τσιν δεν μπόρεσε να αντέξει την ζωή στην ξένη χώρα και έτσι επέστρεψε στην Γκάνα εγκαταλείποντας την οικογένεια του. Αυτό για τον Νάνα ήταν ένα βαθύ τραύμα στην ψυχή του. Έτσι ο Νάνα αφήνει το ποδόσφαιρο που τόσο λάτρευε ο πατέρας του, μάλλον ως ασυνείδητη αντίδραση, και στρέφεται στο μπάσκετ, το άθλημα που κορόιδευε ο Τσιν Τσιν. Και εκεί διαπρέπει. Μέχρι που έχει έναν τραυματισμό, ξεκινά για τους πόνους ένα οπιούχο παυσίπονο στο οποίο εθίζεται, στρέφεται στην ηρωίνη, γίνεται χρήστης και στο τέλος πεθαίνει από υπερβολική δόση. Να ο κόσμος της Γκίφτι: ένας πατέρας εξαφανισμένος, μια μητέρα με γυρισμένη πλάτη σε κατάθλιψη και ένας αδελφός νεκρός από τα ναρκωτικά.
Και εδώ έρχονται τα ποντίκια και η επιστήμη.
Η Γκίφτι σπουδάζει νευροεπιστήμες στην Ιατρική Σχολή του Στάνφορντ μελετώντας τα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου κάνοντας πειράματα σε ποντίκια! Τυχαία; Φυσικά όχι. Μας εξηγεί τα ερωτήματα με τα οποία μπαίνει στον κόσμο της έρευνας:
“Θα μπορούσε να κάνει έναν αδερφό να παρατήσει τη σύριγγα; Θα μπορούσε να κάνει μια μητέρα να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι;” (61)
Η έρευνα της γεννιέται λοιπόν μέσα από μία βαθιά, βιωματική, υπαρξιακή ανάγκη. Η επιστήμη δεν είναι απλά η μελέτη φαινομένων αλλά μια “νέα θρησκεία” (32), ο τρόπος να δώσει λύσεις που δεν μπόρεσε να βρει πουθενά αλλού. Είναι μια αγωνιώδης αναζήτηση για να κατανοήσει το μυστήριο της ανθρώπινης συνθήκης.
Μπροστά στον ανοιχτό εγκέφαλο ενός ποντικιού στο εργαστήριο της η Γκίφτι σκέφτεται:
“ακόμα κι αν μπορούσα να κατανοήσω τούτο το μικρό όργανο μέσα σε αυτό το μικροσκοπικό ποντίκι, η κατανόηση αυτή και πάλι δεν θα πλησίαζε την περιπλοκότητά του αντίστοιχου οργάνου στο δικό μου κεφάλι. Κι εντούτοις όφειλα να προσπαθήσω να καταλάβω να βγάλω κάποιο συμπέρασμα από αυτή την περιορισμένη κατανόηση, ώστε να την εφαρμόσω σε εμάς που αποτελούσαμε το είδος Ηomo Sapiens, το πιο περίπλοκο ζώο, το μόνο ζώο που πίστευε ότι είχε υπερβεί το Βασίλειο του, όπως έλεγε ένας καθηγητής βιολογίας στο Λύκειο.” (31)
Έχει όμως δίκαιο να πιστεύει κάτι τέτοιο; Υπάρχει κάτι πέρα από την βιολογία; Κάτι το υπερβατικό; Ή όλα είναι χημικές αντιδράσεις μέσα στον εγκέφαλο μας;
Σε άλλο σημείο μονολογεί:
“Μερικές φορές νιώθω πλέον τη ζωή μου να έρχεται τόσο σε κόντρα με τις θρησκευτικές διδασκαλίες της παιδικής μου ηλικίας, που αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν το κοριτσάκι που ήμουν κάποτε για τη γυναίκα που έχω γίνει, μία νευροεπιστήμονας που έχει δώσει ότι έχει και δεν έχει για να εξισώσει την ουσία που οι ψυχολόγοι αποτελούν μυαλό, που οι χριστιανοί αποκαλούν ψυχή, με τις λειτουργίες του εγκεφάλου.” (97).
Εδώ εμφανίζεται μία άλλη σημαντική παράμετρος της ιστορίας και της ζωής της Γκίφτι και της οικογένειας της: η πίστη στον Θεό και η εκκλησία. Από την πρώτη στιγμή που εγκαθίστανται στη Αλαμπάμα συνδέονται με μια εκκλησία της Πεντηκοστής που γίνεται το δεύτερο σπίτι τους.
Το βιβλίο φέρνει την πίστη αντιμέτωπη με την επιστήμη με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι δεν είναι η επιστήμη που κάνει την Γκίφτι να χάσει την πίστη της. Αντίθετα ο κλονισμός και η απώλεια της πίστης της την στρέφουν να αναζητήσει λύσεις και απαντήσεις στην επιστήμη.
Τι την απομακρύνει όμως από την εκκλησία;
Δύο κυρίως λόγοι.
Ο πρώτος είναι η απώλεια του αδελφού της.
Γράφει, “Η μητέρα μου έχασε τα λογικά της όταν ο Νάνα υποτροπίασε και εγώ έχασα την μίλια μου. Τρύπωσα στο μυαλό μου και κρύφτηκα εκεί γράφοντας πυρετωδώς στο ημερολόγιο μου, ελπίζοντας να έρθει η Αρπαγή των Πιστών. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για το τέλος όχι του κόσμου αλλά της πίστης μου απλώς δεν το έβλεπα ακόμη” (219). Και παρακάτω, “δεν ήθελα περαιτέρω απόδειξη της αποτυχίας του Θεού να θεραπεύσει τον αδερφό μου, μια αποτυχία που την εκλάμβανα ως κάτι αφάνταστα σκληρό, παρόλο που άκουγα όλη μου τη ζωή ‘μυστήριες οι βουλές του Κυρίου’. Δεν με ενδιέφερε το μυστήριο. Ήθελα λογική, μα γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι δεν θα έβρισκα καμιά λογική σε αυτό το μέρος όπου είχα περάσει ένα τόσο μεγάλο διάστημα της ζωής μου. (222) Η Γκίφτι στρέφει τον θυμό της για την απώλεια του αδελφού της προς τον Θεό και την εκκλησία. Η μητέρα της δεν έχει που να τον στρέψει και τον στρέφει προς τον εαυτό της, εξού και η κατάθλιψη.
Πίσω στην Γκίφτι και στον τρόπο που μας περιγράφει την ημέρα της κηδείας του Νάνα.
“Καθόμουν εκεί και άκουγα τα λόγια του πάστορα John, άκουγα τα αμήν και τα αλληλούια που υψώνονταν εν χορώ γύρω από αυτά τα λόγια και σκεφτόμουν: ο Νάνα θα το σιχαινόταν όλο αυτό. Και αυτή η γνώση, αυτή η γεμάτη αίθουσα με ανθρώπους που γνώριζαν τον αδερφό μου αλλά δεν τον ήξεραν, που απέφευγαν να μιλήσουν για τις συνθήκες του θανάτου του, μιλώντας γι’ αυτόν λες και μόνο τα χρόνια που είχε ζήσει πριν γίνει χρήστης ήταν άξια μελέτης και συμπόνιας, με καταρράκωσε και το δέντρο της πίστης μου, που τόσα χρόνια μεγάλωνε, τσακίστηκε και έπεσε.” (235).
Ο δεύτερος λόγος της απομάκρυνσής της από την εκκλησία και την πίστη είναι κάτι που αποτελεί εμπειρία και πολλών άλλων.
Είναι η υποκρισία των πιστών. Στην προκειμένη περίπτωση παίρνει δύο μορφές. Η πρώτη είναι το κουτσομπολιό και η δεύτερη ακόμη πιο σοβαρή, ο ρατσισμός.
Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο.
Γράφει, “Κουτσομπολιό και εκκλησία πάνε μαζί, και πόσο μα πόσο λατρεύει η εκκλησία μου να κουτσομπολεύει! Χρόνια αργότερα η Μαίρη η κόρη του πάστορα [που έμεινε έγκυος πριν παντρευτεί] θα γινόταν η υπεύθυνη λατρείας. Το αγοράκι της έτρεχε γύρω γύρω κάθε πρωί προτού πάει στον παιδικό σταθμό. Όλοι του χαμογελούσαν γλυκά ενώ θυμούνταν ταυτόχρονα τις συνθήκες υπό τις οποίες ήρθε στον κόσμο. Αυτά τα κουτσομπολιά ήταν καυτά σαν σούπα. Οι πιστοί τρεφόταν από αυτά, όταν όμως η Μαίρη παντρεύτηκε λιμοκτονήσαμε. Πριν απ’ αυτά ήταν ο Νάνα και οι γελοίοι χοροί της μητέρας μου στην Αγία Τράπεζα. Αν η εγκυμοσύνη της Μαίρη ήταν μία σούπα, τότε ο Νανά ήταν ολόκληρο τσιμπούσι. (215)
Ο ρατσισμός ήταν η δεύτερη και σοβαρότερη μορφή υποκρισίας. Η εκκλησία που παρακολουθούν είναι μία εκκλησία λευκών με αυτούς να είναι οι μόνοι μαύροι.
Ακούει λοιπόν κατά λάθος μια συζήτηση ανάμεσα σε δύο γυναίκες τις εκκλησίας:
“ ‘Είναι θλιβερό. Είναι θλιβερό που παίρνει ναρκωτικά’.
‘Είναι θλιβερό, όμως και σιχαίνομαι που το λέω, φαίνεται πως την ράτσα τους την τραβούν τα ναρκωτικά. Εννοώ πάντοτε παίρνουν ναρκωτικά. Γι’ αυτό υπάρχει τόση εγκληματικότητα΄ ‘Δίκιο έχεις. Και εγώ το έχω προσέξει’.
Διάβαζα εδάφια από την Βίβλο μου στην αίθουσα του κατηχητικού όταν πήρε το αυτί μου αυτή τη συζήτηση στον διάδρομο.Αν την άκουγα σήμερα ξέρω τι θα είχα κάνει. Θα είχα βγει αποφασιστικά έξω και θα τους είχα πει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν την άποψη ότι οι μαύροι είναι εκ γενετής περισσότερο επιρρεπείς στα ναρκωτικά ή στο έγκλημα από κάθε άλλη φυλή. Θα είχα φύγει αποφασιστικά από αυτή την εκκλησία ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου”( 216)
Δεν το έκανε τότε, το έκανε όμως αργότερα.
Της έδωσε όμως η επιστήμη τις απαντήσεις που έψαχνε;
Κάποια στιγμή αναφέρεται σε ένα κήρυγμα που άκουσε στο οποίο η λέξη “λόγος” που υπάρχει στην αρχή του ευαγγελίου του Ιωάννη εξηγείται ως “ισχυρισμός” ακόμη και ως “ερώτημα”. Σχολιάζει “μου άρεσε η αμφισημία” (160). Και η αλήθεια είναι ότι αμφισημία χαρακτηρίζει και την θέση της στο ερώτημα “επιστήμη ή πίστη”;
Σε κάποιο σημείο προβληματισμένη με ερωτήματα υπαρξιακά σκέφτεται
“…Αναρωτιόμουν αν ήταν πολύ αργά να αλλάξω γνώμη και να γίνω γιατρός. Τουλάχιστον τότε θα μπορούσα να κοιτάζω ένα σώμα και να βλέπω ένα σώμα, να κοιτάζω έναν εγκέφαλο και να βλέπω έναν εγκέφαλο, όχι ένα μυστήριο που θα μένει πάντα άλυτο, όχι ένα ‘εμείς’ που θα μένει πάντα ανεξήγητο. Όλα τα χρόνια της πίστης μου στον χριστιανισμό όπου αναλογιζόμουν την καρδιά την ψυχή και το μυαλό με τα οποία οι γραφές μας λένε να αγαπάμε τον κύριο με είχαν μάθει να πιστεύω στο μέγα μυστήριο της ύπαρξης μας, όμως όσο πιο κοντά προσπαθούσα να φτάσω για να το φανερώσω, τόσο περισσότερο απομακρύνονται τα αντικείμενα. Το γεγονός ότι μπορώ να εντοπίσω το τμήμα του εγκεφάλου όπου φυλάσσεται η μνήμη μόνο απαντά στο πού, ίσως ακόμα και στο πώς φυλάσσεται. Ελάχιστα απαντά στο γιατί. Ήμουν πάντοτε, είμαι παντοτινά αποκαρδιωμένη” (249).
Έτσι απορρίπτει και τους “πιστούς” που απορρίπτουν την επιστήμη ως “κάποιο πονηρό τέχνασμα που ήθελε να τους στερήσει την πίστη τους” αλλά και αυτούς που μιλούν για τη θρησκεία “σαν να ήταν μια κουβέρτα που προσφέρει παρηγοριά στους χαζούς και στους αδύναμους” (249)
Υπάρχει τελικά τρίτος δρόμος;
Το βιβλίο κλείνει με μία τελευταία σκηνή στην οποία η Γκίφτι παντρεμένη πια και καταξιωμένη επιστήμονας πηγαίνει κατά την συνήθεια της σε μία εκκλησία επισκοπική. Ομολογεί “δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το επισκοπιανό δόγμα” μιας και το μόνο που της αρκεί είναι “να κοιτάζω τη μορφή του Χριστού πάνω στο σταυρό” (332).
Και εκεί ακόμη μας λέει ότι θυμάται και αναζητά “τον χτύπο”.
Ποιον χτύπο;
Μιλώντας για μια εμπειρία μεταστροφής που είχε στην παιδική της ηλικία γράφει “…κάτι μ’ έπιασε. Κάτι μ’ έπιασε, με κατέκλυσε και δεν έλεγε να με αφήσει…δεν περίμενα να ακούσω τον δυνατό χτύπο στην πόρτα της καρδιάς μου, όμως εκείνο το βράδυ τον άκουσα. Τον άκουσα. Σήμερα, επειδή είμαι ασκημένη στο να κάνω ερωτήσεις, πιάνω τον εαυτό μου να αμφισβητεί αυτή τη στιγμή. ‘Τι σ’ έπιασε’ αναρωτιέμαι ‘πες συγκεκριμένα’”. (185)
Να λοιπόν που ο χτύπος αυτός δεν ξεχνιέται. Και το βιβλίο κλείνει με την Γκίφτι να ανάβει δυο κεράκια πριν φύγει.